top of page
Αναζήτηση
  • Εικόνα συγγραφέαrosebud

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΦΕΡΑΡΑΣ του Giorgio Bassani

Έγινε ενημέρωση: 16 Νοε 2023


ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΦΕΡΑΡΑΣ (Α' και Β' τόμος) του Giorgio Bassani, μτφρ. Γιώργος Κεντρωτής, Gutenberg, 2022 [ Il romanzo di Ferrara, 1980]


«Ακόμα και σε μια πόλη τόσο μικρή σαν τη Φεράρα, κάλλιστα μπορούν οι άνθρωποι άμα θέλουν να χαθούν για χρόνια και χρόνια ο ένας απ’ τον άλλον, και να ζουν μαζί όπως οι νεκροί».


Ο σημαντικός κλασικός Ιταλο-εβραίος συγγραφέας, ποιητής και εκδότης Τζιόρτζιο Μπασάνι (1916-2000), παρόλο που πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στη Ρώμη, τοποθετεί όλα του τα μυθιστορήματα και τις νουβέλες στην πόλη που έζησε τα πρώτα κρίσιμα χρόνια του (1916-1943): τη Φεράρα· τοπόσημο συνυφασμένο με τον ίδιο, την ιστορία της εβραϊκής κοινότητας της πόλης, αλλά και την ιστορία του φασισμού στην Ιταλία. Το μυθιστόρημα της Φεράρας που εκδόθηκε στα ιταλικά το 1974 (η πρώτη μορφή) και περιέχει το πεζογραφικό του έργο («Εντός των τειχών», «Τα χρυσά γυαλιά», «Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι», «Πίσω από την πόρτα», «Ο ερωδιός», «Η μυρωδιά του κομμένου χόρτου») ανέλαβε να μας το παρουσιάσει στη Ελλάδα ο εκδοτικός οίκος Gutenberg που καταγίνεται με τους κλασικούς συγγραφείς, σε δύο καλαίσθητους τόμους ― σε μετάφραση, πρόλογο, εργογραφικό σημείωμα και σημειώσεις (κατατοπιστικότατες και απαραίτητες για τον αναγνώστη που επιθυμεί να κατανοήσει το ιστορικό πλέγμα της περιόδου του βιβλίου) του Γιώργου Κεντρωτή.


Το μυθιστόρημα της Φεράρας αποτελείται από τις μικροϊστορίες των κατοίκων (και κυρίως της εβραϊκής κοινότητας, μέρος της και ο συγγραφέας) και την παρουσίαση-ιστορία της πόλης (μνημεία, δημόσιοι χώροι, λατρευτικοί χώροι, νεκροταφεία, καφέ, πορνεία, αίθουσες κινηματογράφων) στην κρίσιμη ιστορική περίοδο του μεσοπολέμου. Βέβαια, χρονικά το μυθιστόρημα αρχίζει με αναφορές λίγο πριν από το 1900 και καταλήγει το 1947, αλλά το χρονικό ορόσημο που συγκλονίζει τον Μπασάνι είναι το έτος 1938, όπου αρχίζουν να ισχύουν οι φυλετικοί νόμοι και στην Ιταλία αποκλείοντας σταδιακά τους Εβραίους από τη δημόσια και κοινωνική ζωή. [Μια επιπλέον ιστορική υπενθύμιση, απαραίτητη για την κατανόηση της ψυχοσύνθεσης των προσώπων είναι η εξής: μέχρι την Ιταλική Ενοποίηση το 1861, η εβραϊκή κοινότητα στη Φεράρα ζούσε σε γκέτο. Κατόπιν, πολλοί Εβραίοι αφού ενσωματώθηκαν στη ζωή της πόλης και προόδευσαν κοινωνικά, συνέδεσαν τα δύο γεγονότα και ανυπομονούσαν να ενταχθούν στο κύριο ρεύμα προόδου του νέου έθνους, δηλαδή στον φασισμό.] Τα έργα που συνθέτουν τους δύο αυτούς τόμους διαμορφώνουν ένα συναισθηματικό υπόβαθρο καταστολής, απραξίας, εγκλεισμού και σκιερής καθημερινότητας που προηγείται της τραγωδίας, γύρω από τον περιβάλλον της εβραϊκής κοινότητας που μετέχει ενεργά στην κοινωνικοοικονομική ζωή της πόλης και αισθάνεται «ενταγμένο» στην ιταλική φασιστική του ταυτότητα. Ενώ κάθε ιστορία έχει αφηγητική αυτονομία ως προς την πλοκή και τα πρόσωπα ‒που μπορεί όμως να εμφανιστούν και στη συνέχεια σε επόμενο αφήγημα‒, διαβάζοντας ολόκληρο το μυθιστόρημα αποκτά ο αναγνώστης μια διαυγή άποψη σε βάθος χρόνου (μπορεί και τριών γενεών) για το πώς οι άνθρωποι μπορούν να αφανιστούν ξαφνικά (;) από επερχόμενα βίαια γεγονότα.


Αλλά ας δούμε το έργο εν συντομία:

Το «Εντός των τειχών» περιλαμβάνει πέντε ιστορίες με ήρωες από διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά περιβάλλοντα της εβραϊκής κοινότητας και ο τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής μεταφέρει αυτές τις ιστορίες που τις άκουσε από άλλους, αλλά ταυτόχρονα συνδιαλέγεται με τους ήρωες. Στην πρώτη ιστορία (Λίντα Μαντοβάνι), η ταπεινής καταγωγής ηρωίδα αναγκάζεται να μεγαλώσει χωρίς σύζυγο -μαζί με τη μητέρα της αρχικά- τον καρπό του έρωτά της από τον ανώτερό της κοινωνικά Δαβίδ, ο οποίος την εγκατέλειψε. Συνεργάζονται στη σιωπή και αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους μάνα και κόρη και δεν αναφέρονται καθόλου στο ατυχές περιστατικό. Στη δεύτερη ιστορία (Ο περίπατος πριν από το δείπνο), η συνάντηση της επίσης φτωχής Τζέμα Μπρόντι με τον φέρελπι γιατρό Ηλίας Κόρκος θα έχει καλύτερη κοινωνική κατάληξη. Όμως το ενδιαφέρον, εδώ, αποτελεί η αφηγηματική ματιά που μετατοπίζεται στην Αουσίλια, τη μεγαλύτερη αδελφή της Τζέμας, η οποία είναι κρυφά ερωτευμένη με τον άντρα της αδελφής της. Στην τρίτη ιστορία (Αναμνηστική πλάκα στη βία Ματσίνι), ο Τζέο Γιος (η ζωντανή ιστορία του Ολοκαυτώματος), ο οποίος εμφανίζεται ένα πρωινό ξαφνικά ως ο μοναδικός επιζών από τους εκατόν ογδόντα τρεις εκτοπισμένους της πόλης στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, με τον ίδιο ξαφνικό τρόπο θα εξαφανιστεί έπειτα από ένα μνημειώδες αιφνίδιο (;) χαστούκι που ρίχνει στο κόντε Σκόκα. Η πόλη αναρωτιέται και σιωπά αφού « … ο χρόνος που γιατρεύει τα πάντα στον κόσμο ετούτο, και που χάρις σ’ αυτόν η ίδια η Φεράρα αναγεννήθηκε από τα ερείπιά της … ». Την ίδια σιωπή και συνενοχή μοιράζονται οι Φεραρέζοι και στην πέμπτη ιστορία (Μια νύχτα του ’43), όπου ο ημιπαράλυτος φαρμακοποιός βλέπει από το παράθυρό του τους εκτελεστές των έντεκα συμπολιτών του. Η τέταρτη ιστορία (Τα τελευταία χρόνια της Κλέλιας Τρότι) αρχίζει με την περιγραφή του Δημοτικού Κοιμητηρίου της Φεράρας ενόψει της ταφής της αγωνίστριας και σοσιαλίστριας δασκάλας Κλέλιας Τρότι. Εδώ ο αφηγητής, από κάποιο σημείο της αφήγησης και ύστερα, γίνεται ο χαρακτήρας Μπρούνο Λάτες που διηγείται τη ζωή της Κλέλιας Τρότι.

Οι πέντε παραπάνω φεραρέζικες ιστορίες, εκτός από τα γνωστά θέματα που τις συνέχουν (τόπος-Φεράρα, σιωπή, συνενοχή, αφηγητής, διαφορετική τυπολογία ηρώων), έχουν κάτι ιδιαίτερο στο ύφος που για τον σύγχρονο αναγνώστη αποτελεί μια «προθέρμανση» για τα επόμενα μέρη του Μυθιστορήματος της Φεράρας που θα ακολουθήσουν και αποτελούν τον πυρήνα του έργου του Μπασάνι. Υπάρχει πάντα κάτι κρυφό, κάτι ανείπωτο που διατρέχει την κάθε ιστορία, που δεν αποκαλύπτεται άμεσα αλλά περιμένεις να εμφανιστεί· στη ροή της ανάγνωσης η αφήγηση σε πάει κάπου αλλού (όπως π.χ. οι συζητήσεις περί καιρού στη Λίντα Μαντοβάνι με τον Μπενέτι τον βιβλιοδέτη) και ξεχνιέσαι ‒ λίγο πριν κλείσει η ιστορία όμως εμφανίζεται αυτή η λεπτομέρεια/η αποκάλυψη που περιμένεις. Ο Μπασάνι δεν βιάζεται, επιβραδύνει τον χρόνο για να ξετυλίξει το νήμα και κυρίως να μας μεταφέρει τον υπαρξιακό πόνο και τη συναισθηματική μοναξιά που βιώνουν οι ήρωες μέσω της μνήμης, και έτσι δημιουργεί μια εσωτερική λυρική ένταση στην αφήγησή του. Αυτή η επίκληση στο παρελθόν με τον τρόπο αυτό δεν μπορεί παρά να μας θυμίζει τον Προυστ.

Ακολουθεί το εξαιρετικό ελεγειακό μυθιστόρημα «Τα χρυσά γυαλιά», όπου παρακολουθούμε τη φθίνουσα πορεία του Άθω Φαντιγκάτι, που ξεκίνησε ως λαμπρός ωτορινολαρυγγολόγος, εστέτ και αγαπητός στην φεραρέζικη καλή κοινωνία, μόνο που η ίδια κοινωνία μη ανεχόμενη τις ομοφυλοφιλικές του σχέσεις τον περιθωριοποίησε και τον οδήγησε στην αυτοκτονία. Τα χρυσά γυαλιά του γιατρού εδώ παίρνουν και μια συμβολική διάσταση καθώς «μετέδιδαν συμπάθεια» ή καθωσπρεπισμό. Σε αυτό το έργο ο αφηγητής συμμετέχει πια ως πρόσωπο στην ιστορία, αλλά και ως αφηγητής μερικά χρόνια αργότερα (το ίδιο συμβαίνει και στον «Κήπο των Φίντζι-Κοντίνι»). Παράλληλα, ως Εβραίος, λόγω των ρατσιστικών νόμων, μοιράζεται με τον Φαντιγκάτι το ίδιο αίσθημα αποκλεισμού και συμπάσχει μαζί του.

Το κοινώς αποδεκτό αριστούργημα του Μπασάνι είναι «Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι»· ένα έργο με τόσο εντυπωσιακό πρόλογο, που αρχίζει με την περιγραφή ενός ετρουσκικού κοιμητηρίου για να καταλήξει τραγικά, ότι από την ιστορία που θα ακολουθήσει με τα πρόσωπα της οικογένειας Φίντζι-Κοντίνι (εκτός του Αλμπέρτο) « … ποιος ξέρει αν έχει βρεθεί ποτέ δικός τους τάφος». Βρίθει όλο το Το μυθιστόρημα της Φεράρας από έμμεσες αναφορές για το Ολοκαύτωμα: σε όλο το έργο είναι ένα ιστορικό γεγονός που δεν συζητείται. Στο μόνο σημείο που εμφανίζεται ξεκάθαρα είναι στην «Αναμνηστική πλάκα στη βία Ματσίνι», αλλά και εκεί παρουσιάζεται ως κάτι το τετελεσμένο:

«Εκατόν ογδόντα τρεις Εβραίοι εκτοπισμένοι στη Γερμανία, που πέθαναν εκεί με τους γνωστούς τρόπους, επί συνόλου τετρακοσίων που ζούσαν στη Φεράρα πριν απ’ τον πόλεμο. Όλ’ αυτά ήταν γνωστά και αδιαμφισβήτητα … Με δεδομένη την κατάσταση πραγμάτων, όσο λιγότερα ήταν γνωστά για το ποιος ήταν και ποιος δεν ήταν Εβραίος, τόσο το καλύτερο για όλους».

Οι Φίντζι-Κοντίνι είναι μια αριστοκρατική πλούσια εβραϊκή οικογένεια που επιλέγει να ζει έγκλειστη στην οικία-κρατίδιο πίσω από απρόσιτα προστατευτικά τείχη, μη έχοντας επαφή με τον έξω κόσμο (μόνο στη συναγωγή), αγνοώντας (ηθελημένα;), εθελοτυφλώντας ή βλέποντας εφ’ υψηλού τον αντισημιτικό κίνδυνο που τους περιζώνει. Ο αφηγητής αλλά και χαρακτήρας πια της ιστορίας, έχοντας γίνει αποδεκτός αρχικά από τους σχεδόν συνομηλίκους του Αλμπέρτο και Μικόλ ‒αργότερα έχοντας κερδίσει και την εύνοια του πατέρα τους καθηγητή Ερμάνο‒, προσπαθεί να εξερευνήσει την περίεργη αυτή οικογένεια, κυρίως γιατί είναι τρελά ερωτευμένος με τη Μικόλ. Αυτό που αναρωτιόμαστε είναι αν αυτή η απομάκρυνση και απομόνωση της οικογένειας από την κοινωνία συμβαίνει λόγω της αυτάρκειάς της, γιατί αντιπροσωπεύει την κορυφή του πολιτισμού, ή μια αξιοθρήνητη εκτροπή, ένα άλλο Xanadu (πολλές φορές μου έρχεται κατά νου η ταινία «Citizen Kane»); Πολλά καλλιτεχνικά, αισθητικά, ηθικά θέματα αναπτύσσονται με δεξιοτεχνία και λεπτότητα σε αυτό το αριστούργημα, όμως η κατάληξη συνοψίζεται στα λόγια της αινιγματικής Μικόλ, που ίσως προαισθανόμενη το τέλος αρνείται σκόπιμα να ενηλικιωθεί, οπότε επιλέγει τον τρόπο της κομψής στωικότητας και αποστασιοποίησης για να αντιμετωπίσει την καθημερινότητα:

« … η Μικόλ έλεγε και ξανάλεγε … ότι για το δημοκρατικό και κοινωνικό μέλλον … αυτή δεν έδινε ούτε πεντάρα, πέραν του ότι αυτό ακριβώς το μέλλον της προκαλούσε απέχθεια, και αντί τούτου προτιμούσε πολύ περισσότερο le vierge, le vivace et le bel aujourd’ hui [το παρθενικό, το ζωηρό και το ωραίο σήμερα] και ότι ακόμα πιο πολύ αγαπούσε το παρελθόν, ‘’το αγαπημένο, το γλυκό και το ιερό παρελθόν’’».

Ο Β' τόμος ξεκινά με το «Πίσω από την πόρτα», όπου ο αφηγητής-μαθητής είναι και πρωταγωνιστής στην ιστορία. Η αφήγηση είναι ανατομικά λεπτομερειακή (τύπου Χένρυ Τζέιμς) σχετικά με τις τυπικές και άτυπες σχέσεις και τα συναισθήματα που βιώνει ο αφηγητής στο σχολείο και στην πορεία του προς την ενηλικίωση. Το έντονα ιεραρχικό και ανταγωνιστικό σχολικό περιβάλλον τον προϊδεάζουν για ό,τι θα επικρατήσει αργότερα στην κοινωνία.

Ακολουθεί «Ο ερωδιός», το τελευταίο πεζό που έγραψε ο Μπασάνι (1968), το έτερο μεγάλο έργο του, το οποίο ξεχωρίζει απ’ όλα τα υπόλοιπα σε πολλές παραμέτρους. Ο τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής διηγείται την ιστορία του σαρανταπεντάχρονου Εντγκάρντο Λιμεντάνι -αντιήρωας του ερωδιού- χρησιμοποιώντας τον εσωτερικό μονόλογο για το υπαρξιακό δράμα του ήρωα· η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα εικοσιτετράωρο στα περίχωρα της Φεράρας. Ο Εντγκάρντο ξυπνά χαράματα μια μέρα μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς του 1947 και προετοιμάζεται να πάει για κυνήγι. Αισθάνεται αποξενωμένος από την οικογένειά του, την πατρίδα του, τους γνωστούς του, άδειος, βολοδέρνει σε κατάσταση αμφιθυμίας. Η συνάντηση με το θήραμά του, έναν ερωδιό, και η ταύτιση μαζί του, πυροδοτούν την απόφασή του να βάλει τέλος στη ζωή του, γεγονός που τον γαληνεύει και τον απελευθερώνει. Από τις ομορφότερες σελίδες η συνάντηση με τον ερωδιό και η τελευταία καληνύχτα στη μητέρα του.

Το τελευταίο μέρος, «Η μυρωδιά του κομμένου χόρτου» είναι σαν το making of μια ταινίας ή, καλύτερα, το εργαστήρι του συγγραφέα. Ο Μπασάνι μιλά σε πρώτο πρόσωπο, αισθάνεται πλέον ελεύθερος να βγει από την προστασία της μυθοπλασίας και να προβληματιστεί πιο ανοιχτά για τη ζωή του ως συγγραφέα και για τις ζωές των ανθρώπων που γνώρισε -πολλοί από τους οποίους είναι αναγνωρίσιμοι ως χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του-, για την οικογένειά του, για τις δυσκολίες συγγραφής («με κόπο, με μόχθο, και σε μεγάλο βαθμό κατά τύχη»), αλλά και τη δομή των μυθιστορημάτων του.


Το μυθιστόρημα της Φεράρας αποτελεί μια τοιχογραφία-έπος, ένα μυθιστόρημα-ποταμό υψηλού αφηγηματικού επιπέδου, ελεγειακό, αντανακλά τη νοσταλγία ενός κόσμου που εξαφανίζεται και στοχάζεται μέσα στην περιθωριοποίηση, τον εγκλεισμό, την παραίτηση και τη μοναξιά. Μονάχα το ποδήλατο προσφέρει μια διαφυγή, μια αίσθηση κίνησης και ελευθερίας στα πρόσωπα. Όλοι οι ήρωες βασανίζονται από κάτι, ζουν με αμφιβολία, ανασφάλεια για την επόμενη μέρα, με φόβο, και γι’ αυτό ζουν ως απόντες της ζωής. Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος μεταξύ πατέρα και αφηγητή-γιου στο «Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι»:

«Μιλούσες σαν να 'μασταν κι οι δυο μας πεθαμένοι και τώρα, ευρισκόμενοι σε κάποιο σημείο έξω από τον χώρο και τον χρόνο, είχαμε κάτσει και κουβεντιάζαμε παρέα και λέγαμε για τη ζωή και για ό,τι θα μπορούσε να συμβεί στη διαδρομή του βίου μας, πλην όμως τελικώς δεν συνέβη».
«Στη ζωή αν θέλει κανείς να καταλάβει … πώς είναι φτιαγμένος αυτός εδώ ο κόσμος, πρέπει να πεθάνει τουλάχιστον μια φορά».

Όπως ανέφερα και στην αρχή, στο Το μυθιστόρημα της Φεράρας η πόλη πρωταγωνιστεί, είναι ο συνεκτικός ιστός των ιστοριών, γι’ αυτό και οι τόσες περιγραφές των μνημείων και των δημόσιων χώρων της πόλης. Ωστόσο, οι αναφορές στα κοιμητήρια, στις αναμνηστικές πλάκες, και ο ρόλος τους στις ιστορίες μοιάζει με προέκταση της ζωής, ενώ κάποιες στιγμές οι περιγραφές του συγγραφέα μας κάνουν κοινωνούς στην προσωπική του νεκρόπολη.

Ο Μπασάνι με τα στοιχεία της ανάκλησης της μνήμης, τον διακριτικό συμβολισμό, τις σιωπές, το ελεγειακό ύφος του και τις μακροσκελείς άλλα κομψές του φράσεις (πόσο σημαντικός ο μεταφραστής), αφήνει χώρο στον αναγνώστη να στοχαστεί ευρύτερα, σε αντίθεση με τους ήρωές του που βρίσκονται περίκλειστοι ρεαλιστικά και συμβολικά.


ΥΓ.: Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί το κινηματογραφικό πρόσωπο του Μπασάνι το οποίο δεν προκύπτει μόνο από τη γραφή του με τις πολλές επεξηγηματικές παρενθέσεις και με τις αναφορές του στον κινηματογράφο ως τόπο διασκέδασης των ανθρώπων τότε. Από το 1950 έως περίπου το 1955, τη χρυσή εποχή του κινηματογράφου του νεορεαλισμού, ο Μπασάνι έγραψε πολλά σενάρια και ήταν φίλος με τον Πιερ Πάολο Παζολίνι κ.ά.

Μερικά από τα έργα του μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη: «Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι» ευτύχησε στην ιμπρεσιονιστικής αισθητικής σκηνοθεσία του Βιτόριο ντε Σίκα (1970) (https://www.imdb.com/title/tt0065777/?ref_=nm_flmg_wr_5), απέσπασε διεθνή βραβεία (μεταξύ αυτών και όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, 1970), παρ’ όλα αυτά ο Μπασάνι δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος. «Τα χρυσά γυαλιά» του 1987 γυρίστηκαν σε σκηνοθεσία Τζουλιάνο Μοντάλντο (https://www.imdb.com/title/tt0093453/?ref_=nm_flmg_wr_3), αλλά παρά το εκλεκτό καστ ηθοποιών η ταινία δεν κατάφερε να φωτίσει τους χαρακτήρες και τον ψυχισμό τους παρά μόνο περιγραφικά. Το «Μια νύχτα του ’43» γυρίστηκε το 1960 (https://www.imdb.com/title/tt0054039/?ref_=nm_flmg_wr_8) από τον Φλορεστάνο Βαντσίνι, δυστυχώς δεν έχω καταφέρει μέχρι σήμερα να τη βρω.


Επίσης, για όποιον ενδιαφέρεται:

https://www.youtube.com/watch?v=5HdPVnLrZcA από το Fondazione Giorgio Bassani, συνοποτική παρουσίαση της ζωής και του έργου του

https://www.youtube.com/watch?v=fX0g5SVlcrc συνέντευξη του συγγραφέα στη RAI3, διαβάζει αποσπάσματα έργων του

https://www.catisart.gr/giorgio-bassani-to-mythistorima-tis-feraras/ ο μεταφραστής Γιώργος Κεντρωτής μιλά για Το μυθιστόρημα της Φεράρας




32 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Thanks! Message sent.

bottom of page