Η Αγριόπαπια, γράφτηκε το 1884 και είναι το πρώτο έργο που ο νατουραλιστής Ίψεν χρησιμοποιεί ένα σύμβολο που λαμβάνει ενεργό μέρος στην πλοκή.
Η εποχή του έργου είναι ένας κόσμος που εξελίσσεται διαρκώς, καθώς η βιομηχανική επανάσταση έχει φέρει τις απαραίτητες κοινωνικοοικονομικές αλλαγές και έχει κλονίσει τα θεμέλια και τις αξίες της κοινωνίας. Έτσι και η ιστορία της Αγριόπαπιας αρχίζει την βραδιά που ο βιομήχανος Βέρλε παραθέτει δείπνο στις «αρχές» της πόλης έχοντας προσκαλέσει και τον γιό του Γκαίγκερς, ο οποίος δουλεύει επί 15 χρόνια σε ένα εργοτάξιο των επιχειρήσεων, μακριά από τα εγκόσμια και με τον πατέρα του έχει μία τοξική σχέση. Ο Γκαίγκερς έχει καλέσει με την σειρά του, τον παιδικό του φίλο και γιό του παλιού συνεταίρου του πατέρα του, τον Γιάλμαρ ΄Εκνταλ. Όταν ανακαλύπτει σιγά σιγά την εμπλοκή του πατέρα του (Βέρλε) προς τον Γιάλμαρ και την οικογένειά του, κάνει σκοπό της ζωής του, να αποκαλύψει την αλήθεια στον φίλο του.
Η προβληματική του έργου κινείται σε αυτό που ο Ίψεν πίστευε όλη του την ζωή, την αναζήτηση δηλαδή του «ηθικού ιδεώδους». Η ζωή του ανθρώπου οφείλει να διαθέτει ένα ηθικό κέντρο αλλιώς δεν έχει νόημα. Εδώ όμως αντιμετωπίζει την λογική συνέπεια της απολυτότητας αυτής, όπου καθώς ο Γκαίγκερς εισβάλει στον καθημερινότητα της οικογένειας του Γιάλμαρ και στην προσπάθεια του να επιβάλει την απόλυτη αλήθεια, οδηγεί σε ολέθριες πράξεις το πιο αθώο μέλος της οικογένειας, την δεκαπεντάχρονη Χέντβιγκ. Κατά μία έννοια με την Αγριόπαπια, ο Ίψεν προσπαθεί να δώσει λύση στο δικό του ηθικό δίλημμα, μεταξύ του ιδεαλισμού ( που το βλέπουμε στα προηγούμενα έργα Μπράντ και Ο εχθρός του Λαού) και της ατελούς ανθρώπινης φύσης. Δηλαδή μιλάει για την αιώνια πάλη του Ιδανικού και του Πραγματικού. Τελικά είναι τα “ζωτικά ψεύδη» που μεταμορφώνονται σε αληθινή ζωή, αφού δίνουν την δύναμη εκείνη που χρειάζεται το άτομο για να συνεχίσει να ζει. Το έργο βρίθει επίσης από αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα όπως την χρεοκοπία πατέρα του, την νόθα του κόρη, την σχέση με την οικογένειά του, τον μύθο του Ιπτάμενου Ολλανδού.
Η δομή του έργου έχει στηριχτεί πάνω στο δίπολο του Ιδεώδους ή αλλιώς «ηθικής επιταγής» και του Πραγματικού ή αλλιώς «ζωτικού ψεύδους». ‘Ετσι έχουμε τον πατέρα Βέρλε, αδίστακτο και ρεαλιστή απέναντι στον ηθικό γιό του Γκαίγκερς. Τον απλοϊκό και βολεψάκια, αδύναμο Γιάλμαρ απέναντι πάλι στο Γκαίγκερς τον ζηλωτή της αλήθειας. Τον γιατρό Ρέλινγκ, ρεαλιστή, εκπρόσωπο του «ζωτικού ψεύδους» να κονταροχτυπιέται λεκτικά με τον Γκαίγκερς. Το δίπολο αυτό θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στους γυναικείους χαρακτήρες της Γκίνα (συζύγου του Γιάλμαρ) και της Κυρίας Σόερμπυ. Τα εξιλαστήρια θύματα έργου είναι ο γέρο- Έκνταλ, που το καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι να κυνηγά στη σοφίτα και να φορά την παλιά στολή του και η Χέντβιγκ, που η θυσία της δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό.
Το άλλο συστατικό της δομής του έργου είναι η Αγριόπαπια, ένα σύμβολο του ρομαντισμού και ο χώρος της, δηλαδή η σοφίτα, που αντιπροσωπεύουν για όλα τα πρόσωπα (εκτός από τον πατέρα Βέρλε και την Κυρία Σοέρμπυ που μοιράζονται μεταξύ τους μια ζωή αλήθειας), εικόνες εσωτερικών ψυχολογικών πραγματικοτήτων, ψευδαισθήσεις, ενσαρκώσεις ονείρων και σκοτεινών πόθων τους.
Το υπέροχο αυτό έργο που συνδυάζει την ηθική διαλεκτική και το ατομικό ψυχογράφημα, σπάνια το βλέπουμε στη σκηνή. Τελευταίο ανέβασμα πρέπει να ήταν η παράσταση σε σκηνοθεσία Τάσου Μπαντή το 1994, στο θέατρο Εμπρός. Η μεγάλη διάρκεια, η δυσκολία συγκερασμού της τραγικωμωδίας, όπως το επιτάσσει ο Ίψεν και του συμβολισμού που εισάγει για πρώτη φορά με το έργο αυτό, ίσως το καθιστούν δυσπρόσιτο. Επομένως ο ικανός Δ.Τάρλοου αναμετριέται με ένα κείμενο ιδιαίτερης βαρύτητας και κατορθώνει να μην προδώσει το πνεύμα του συγγραφέα. Διαλέγει ως σκηνοθετική γραμμή την αντικειμενική και αποστασιοποιημένη παρατήρηση, τονίζει την σημασία του συμβόλου και οι χαρακτήρες του σχοινοβατούν ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό, έτσι ώστε να αποφευχθούν οι μελοδραματισμοί και οι αισθηματικές εντάσεις. Άλλωστε την ματιά αυτή την καθοδηγεί ο Ίψεν, αφού εισάγει και το σύμβολο της φωτογραφίας. Οι ηθοποιοί πρώτης κλάσης, ταιριάζουν απόλυτα στους μοιρασμένους ρόλους. Ο ιεραπόστολος Γκαίγκερς του Γιάννου Περλέγκα είχε όλα τα εσωτερικά στοιχεία για να μας πείσει για τον διαταραγμένο χαρακτήρα του, την ανεπάρκειά του να δει καθαρά τον Γιάλμαρ, τό εμμονικό του πάθος για «επιταγή του ιδεώδους» που τον τυφλώνει μέχρι τέλος και εξαργυρώνεται όμως από τρίτους. Ο Γιάννης Κότσιφας/ Γιάλμαρ έχει τον δύσκολο ρόλο να ακροβατεί ανάμεσα σε αυτό που πραγματικά είναι και σε αυτό που θέλει να νομίζουν οι άλλοι ότι είναι. Απλοϊκός, βολεμένος, μικρόψυχος, άκακος όμως, ένας εν αγνοία του τραγικός ήρωας, είναι κατά κύριο λόγο αυτός που πρέπει ν αναδείξει τα στοιχεία της τραγικωμωδίας του έργου και τα καταφέρνει. Η Λένα Δροσάκη στο ρόλο της Γκίνα Έκνταλ, αποδίδει καλύτερα με το εκφραστικό της πρόσωπο και τα μάτια, παρά με τις κινήσεις της μεσόκοπης ταλαιπωρημένης αλλά ικανής γυναίκας. Η Σίσσυ Τουμάση ως Χέντβιγκ αποδεικνύεται στιβαρή θεατρική παρουσία παρόλη την λεπτεπίλεπτη εξωτερική της εμφάνιση και φέρει εις πέρας το ρόλο της αθώας – θύμα των καταστάσεων κόρης με περισσή ωριμότητα σε σχέση με την ηλικία της. Ο ρεαλιστής γιατρός Ρέλινγκ του Αντίνοου Αλμπάνη, εκπρόσωπος του «ζωτικού ψεύδους» , ενσαρκώνει με αυθάδεια και παρρησία τις απόψεις του, είναι ακλόνητος στα πιστεύω του και βοηθά με τον τρόπο του, εκπροσωπεί την επιστήμη. Ο γέρο-‘Εκνταλ του πηγαίου και σπιρτόζου Γιώργου Μπινιάρη, αν και πραγματικά κατεστραμμένος από τον Βέρλε, υπομένει αγόγγυστα την μοίρα του με αρωγούς το ποτό και «το κυνήγι» μέσα στη σοφίτα. Ο Θέμις Πάνου δίνει το απαραίτητο κύρος και αριβισμό ως πατέρας Βέρλε και η Άννα Μάσχα φωτίζει με την απαραίτητη λάμψη και δυναμισμό τον ρόλο της Κυρίας Σόερμπε.Ο δαιμονισμένος Μάλβικ του Ιωάννη Καπελέρη, ζωντανό παράδειγμα της θεραπείας του Ρέλινγκ, αμβλύνει το τραγικό τέλος με την ορμητική και αλαφροίσκιωτη εμφάνιση του. Υποστηρικτικοί και οι υπόλοιποι ρόλοι από τους Α.Μαγγόνα, Σ.Κοντακιώτη, Ν.Πυρόκακο, Α.Νάτσιο, Γ.Γούν και Ζύλο Τσαούσι.
Η πρωτότυπη μουσική της Νalyssa Green θα προτιμούσα να είχε πιο ολοκληρωμένη παρουσία, να στηρίζει υπόγεια το κείμενο και όχι να ακούγεται σπασμωδικά. Εξαιρετικό το κινηματογραφικό μέρος της πρώτης πράξης του Χρήστου Δήμα, η σοφίτα θα προτιμούσα να έχει άλλη προσέγγιση, όχι τόσο φωτογραφική. Τα απέριττα, γυμνά και λευκά σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου, αφήνουν την σκηνή ως tabula rasa για να εκτυλιχτεί η δράση και να «γράψουν τα πρόσωπα» την ιστορία τους, θα προτιμούσα ίσως μια πιο σεμνή αντιμετώπιση για το σπίτι- φωτογραφείο.
Μία ολοκληρωτικά φροντισμένη κλασικότροπη παράσταση, που αποδίδει το πνεύμα του Ίψεν και λίγο απέχει απ΄ το να εκτιναχτεί.
Comments