Σημείωμα για την ταινία «Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού» [Killers of the Flower Moon] (2023), σκηνοθεσία: Μάρτιν Σκορσέζε, από το ομώνυμο μυθιστόρημα του David Grann, Killers of the flower moon: The Osage Murders and the Birth of the FBI και αποσπάσματα από συνέντευξη του συγγραφέα
Περίμενα με ανυπομονησία αυτή την επική ταινία-ιστορική έρευνα του Μάρτιν Σκορσέζε για δύο λόγους: πρώτον, είναι ένας κολοσσιαίος Αμερικανός σκηνοθέτης που μεγάλωσα με τις ταινίες του και, δεύτερον, αυτή η τελευταία βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο-έρευνα του Ντέιβιντ Γκραν για τα πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στην Οκλαχόμα κατά τη δεκαετία του 1920, όπου μέλη της φυλής Οσέιτζ (Osage) άρχισαν σταδιακά να δολοφονούνται — με μια μικρή λεπτομέρεια: εκείνη την εποχή οι Οσέιτζ είχαν το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στον κόσμο γιατί ανακαλύφθηκε πετρέλαιο στη γη όπου ήταν εγκατεστημένοι. Με άλλα λόγια είναι μια ταινία που αναφέρεται στην ιστορία της Αμερικής, η δεύτερη με συναφή θεματολογία που παρουσιάζει ο σκηνοθέτης μετά τις Συμμορίες της Νέας Υόρκης. Ένας τρίτος λόγος, ήταν η ενορχήστρωση της διασποράς του «κακού» και το τραγικό πρόσωπο του Έρνεστ Μπέρκχαρτ, που αντιπροσωπεύει τον κοινό μέσο Αμερικανό πολίτη.
Δεν θα αναλύσω την ταινία -που αναφέρω εκ των προτέρων ότι μου άρεσε πολύ- παρά θα σταθώ σε δυο τρία σημεία που μου την «ξεκλείδωσαν», μαζί με κάποια αποσπάσματα από μια συνέντευξη του Ντέιβιντ Γκραν.
Γράφει ο Marcos Uzal στο editorial του περιοδικού Cahiers du Cinema (τ. 802) αναφερόμενος στους «Δολοφόνους του Ανθισμένου Φεγγαριού»: « […] Aυτό που χαρακτήριζε την παρουσία των Ινδιάνων στις ταινίες του Τζον Φορντ (πολύ σημαντικός σκηνοθέτης για τον Σκορσέζε) ήταν ο τρόπος με τον οποίο ανήκαν στο τοπίο, ήταν κυριολεκτικά μέρος του και όχι απλώς εμφανιζόμενοι ή περιπλανώμενοι σε αυτό. Με ανάλογο τρόπο, αυτή την αίσθηση μας μεταδίδει η Μόλι: δεν είναι εκείνη που καταφθάνει, που κατακτά, αλλά αυτή που βρίσκεται εκεί, στη γη της, εδώ και μια αιωνιότητα».
Αυτή είναι μια πολύ σημαντική παρατήρηση για τη σκηνοθετική ματιά που υιοθετεί ο Σκορσέζε στην ταινία του. Η ολιγόλογη Μόλι (εκπληκτική ερμηνεία από τη Λίλι Γκλάντστοουν /Lily Gladstone) αποτυπώνει στο πρόσωπό της τη μεγαλειώδη γαλήνη, ανησυχία και αυτοκυριαρχία της, μια εσωτερική δύναμη που την κρατά όρθια, παρά τα τραγικά συμβάντα που τη συνταράζουν. Στον αντίποδα του τρόπου ηθοποιίας της, βρίσκονται οι δύο μεγάλοι ανδρικοί ρόλοι: του συζύγου της, Έρνεστ Μπέρκχαρτ /Ernest Burkhart (ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο σε έναν από τους καλύτερους ρόλους του), και του θείου του, Γουίλιαμ Χέιλ /William Hale (Ρόμπερτ Nτε Νίρο), που στις μόνιμες συσπάσεις του προσώπου τους αποτυπώνεται η μάσκα της υποκρισίας. Στο τέλος της ταινίας η Μόλι εμφανίζεται με το αναγεννημένο πρόσωπο μιας αξιοπρέπειας που κάποτε προδόθηκε και δολοφονήθηκε.
Στο βιβλίο του Ντέιβιντ Γκραν, τα γεγονότα παρουσιάζονται επικεντρωμένα στον πράκτορα του FBI, Τομ Γουάιτ, ενώ ο Σκορσέζε εστιάζει αφηγηματικά στον Έρνεστ (κυρίως), κάτι που προσφέρει στην ταινία το βασικό της πλεονέκτημα, αυτό της αμφισημίας, που ταυτίζεται, άλλωστε, με τη διπλή στάση/το διπλό πρόσωπο του Έρνεστ — του πιο πολύπλοκου και τραγικού χαρακτήρα της ταινίας. O Έρνεστ που παραμένει ένας μετριοπαθής «ηλίθιος» μέχρι το τέλος της ταινίας έχει τυφλωθεί διπλά: από την αγάπη του για τη Μόλι και από την αγάπη του για την εξουσία και το χρήμα που του επιβάλλει το περιβάλλον του. Αυτό το δίπολο ενισχύεται σκηνοθετικά και στα δύο επίπεδα που ο Έρνεστ κινείται: στο σπίτι, ως οικογενειάρχης γλυκός και τρυφερός, πονετικός, προσκείμενος φιλικά στους Οσέιτζ· σε ένα άλλο επίπεδο, όμως, είναι ο εκτελεστής, σιωπηλός συνένοχος της κοινότητας των λευκών, που φτάνει στο ακραίο σημείο να δηλητηριάζει τη γυναίκα που αγαπά! Το σπίτι της Μόλι και του Έρνεστ «χρωματίζεται» σταδιακά με σκούρα και ζοφερά άρρωστα χρώματα (αποχρώσεις γκρι και πρασινωπές), καθώς η σήψη της σχέσης τους έχει κορυφωθεί (ο βασανιστικός θάνατος της Μόλι).
Ο ενορχηστρωτής του «κακού» είναι ο Ουίλιαμ Χέιλ (ο επονομαζόμενος Βασιλιάς), θείος του Έρνεστ, μια μεφιστοφελική φιγούρα που εμφανίζεται ως προστάτης των Οσέιτζ και ηγείται της κοινότητας. Δικαιολογεί τις πράξεις του ως αγγελιαφόρου του Θεού. Η διαφθορά έχει διαποτίσει όλα τα επίπεδα, από τις Aρχές του τόπου, γιατρούς, συμβολαιογράφους, έως τους απλούς πολίτες, φυγάδες, πληρωμένους δολοφόνους, με δέλεαρ πάντα το χρήμα. Ολόκληρη η ταινία αποτυπώνει αυτή την αργή αποσύνθεση της κοινότητας των Oσέιτζ από τους λευκούς μέσα από τη σιωπηρή διαχείριση και διασπορά του κακού. Η αποσύνθεση του σπιτικού της Μόλι και του Έρνεστ είναι μια μικρογραφία της ιστορίας του αφανισμού της φυλής των Οσέιτζ με τον τρόπο των λευκών. Το «κακό» μπορεί να εμφανίζεται με το διπλό πρόσωπο του διαβολικού Χέιλ και του αδαή Έρνεστ, αλλά υποστηρίζεται και ριζώνει σταδιακά σε μια ολόκληρη κοινότητα συγκάλυψης και συνενοχής.
Σταχυολογώ [και αποδίδω από τα γαλλικά] μερικά ενδιαφέροντα αποσπάσματα από τη συνέντευξη του συγγραφέα Ντέιβιντ Γκραν που παρέθεσε στο περιοδικό Cahiers du Cinema (τ. 802):
Σχετικά με την αλλαγή της αφηγηματικής οπτικής στην ταινία: «Ο Έρνεστ πάντα μου φαινόταν το πιο συναρπαστικό πρόσωπο, αλλά τον έβλεπα ως έναν εξωτερικό παρατηρητή. Η ταινία μου άνοιξε την πόρτα στον ψυχισμό του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Έρνεστ ενσαρκώνει την κοινοτοπία του κακού: μαρτυρά το γεγονός ότι ένα διαβολικό σύστημα σαν και αυτό που αποδεκάτισε τόσους Οσέιτζ χρειάζεται απλούς ανθρώπους για να υπάρξει. Ο Έρνεστ δεν είναι ούτε ψυχοπαθής ούτε κοινωνιοπαθής αλλά ένας συνηθισμένος άνθρωπος που διακρίνει το δίκαιο από το άδικο. Τουλάχιστον, εν μέρει, έχει συνείδηση των πράξεών του. Οι έρευνές μου με έχουν πείσει ότι αγαπούσε πραγματικά τη Μόλι. Παρ’ όλ’ αυτά συνεργάστηκε σε μια δολοφονική συνωμοσία. Το να περιορίσουμε το κακό στο πρόσωπο του Χέιλ θα ήταν λάθος … Η συμφορά που υπέστησαν οι Οσέιτζ δεν έχει να κάνει τόσο με έναν μοναχικό διάβολο όσο με μια κουλτούρα συνενοχής που καλλιεργήθηκε από τη σιωπή». « … Ενθάρρυνα την εστίαση πάνω στη Μόλι και στον Έρνεστ … αρχικά γιατί η Μόλι είναι για μένα η ψυχή αυτής της ‘’ραψωδίας’’, κατόπιν επειδή αυτή η παράξενη αγάπη που ενώνει τους συζύγους είναι χαρακτηριστικό αυτής της εγκληματικής τρέλας».
Για τον Ουίλιαμ Χέιλ και το έναυσμα για την έρευνά του: «Η ιδέα αυτής της έρευνας μου ήρθε στο μουσείο Οσέιτζ της Pawhuska στην Οκλαχόμα, μπροστά από μια φωτογραφία του 1924: βλέπουμε μια ομάδα γυναικών από τη φυλή δίπλα σε μερικούς λευκούς, αλλά ένα μέρος της εικόνας ήταν κομμένο. Zήτησα την εξήγηση από τη διευθύντρια του μουσείου: ‘’Ο διάβολος στεκόταν σε αυτό το μέρος’’. Πήγε να μου βρει το κομμάτι που έλειπε και ήταν κρατημένο στα αρχεία. Απεικόνιζε τον Ουίλιαμ Χέιλ. Με στοίχειωσε αμέσως. Σκέφτηκα ότι το ζήτημα θα ήταν να μεταδοθεί αυτή η αίσθηση οδύνης που νιώθουν οι απόγονοι των θυμάτων, χωρίς να δίνεται η εντύπωση ότι υπάρχει ένας μοναδικός Ουίλιαμ Χέιλ ‒ πράγματι, οι Οσέιτζ δεν γνωρίζουν καν ποιος έχει διαπράξει αυτούς τους φόνους. Γι΄ αυτό κι όταν με πλησίασε η παραγωγή και ο Σκορσέζε, επέμεινα στη σημασία που είχε να γίνουν τα γυρίσματα στα πραγματικά εδάφη των Οσέιτζ, καθώς αισθανόμουν την ενέργεια του τόπου και των κατοίκων ακόμα και έναν αιώνα αργότερα».
Για τον Σκορσέζε: « … Το σινεμά του Μάρτι φέρει το στοιχείο της σκεπτικιστικής έρευνας: παρατηρεί τις κοινωνίες χωρίς να μπορεί να εμποδίσει τον εαυτό του από το να απομυθοποιήσει τις βίαιες υποκουλτούρες που αυτές έχουν επινοήσει ‒ π.χ. οι κώδικες της μαφίας, αλλά και η απληστία των επιχειρηματιών στην ταινία ‘’Ο λύκος της Wall Street’’. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει η μύηση μεταξύ των ανθρώπων της υποκουλτούρας στο πλαίσιο μιας ‘’omerta’’. H ανατροπή του Μάρτι έγκειται στη διάσπαση και απομυθοποίηση αυτών των σκοτεινών υποκουλτούρων».
ΥΓ.1: Μεταφέρω από τα trivia του IMDB κάτι που το βρίσκω συναρπαστικό για την προετοιμασία της ταινίας, όπως και τον σεβασμό του σκηνοθέτη στην παραμικρή λεπτομέρεια: «Καθώς στη γλώσσα των Οσέιτζ, dhegiha, ή wazhazhe στη γλώσσα τους, δεν υπάρχει γραπτή εναλλακτική λύση που να μπορεί να μεταφραστεί άμεσα, ο Μάρτιν Σκορσέζε ανέπτυξε ένα σενάριο με τον Νόαμ Τσόμσκι [!], εμπνευσμένο σε μεγάλο βαθμό από το αλφάβητο της φυλής των Ναβάχο και των Μίνιον (κινούμενα σχέδια).
ΥΓ.2: Ενδιαφέρον λινκ με φωτογραφικό υλικό από την έρευνα του συγγραφέα για τους Οσέιτζ:
Πηγές φωτογραφιών και λεζάντες: Courtesy of Cannes film festival, MELINDA SUE GORDON-APPLE STUDIOS, Photography by Grace Ann Leadbeater for WSJ. Magazine, A crop from the 1924 panorama showing members of the Osage Nation alongside prominent local white businessmen and leaders-COURTESY ARCHIE MASON, Far Out / Apple TV+).
Comments