
Ξεκίνησα το διάβασμα του Μαρμάρινου Φαύνου γιατί, εν μέσω πανδημίας, ήθελα να ταξιδέψω, έστω νοερά, σε μια αγαπημένη πόλη (Ρώμη), σε μιαν άλλη εποχή και να σταθώ μπροστά σε έργα τέχνης, να περιπλανηθώ στις πλατείες και στις γωνιές της πόλης - το εν λόγω βιβλίο αποδείχθηκε ιδανική επιλογή. Πρόκειται για μια άρτια έκδοση, όπου το κείμενο συνοδεύεται από την αναλυτική εισαγωγή του R.H.Rupp, πρόλογο και άφθονες επισημειώσεις της μεταφράστριας Σάντυς Παπαϊωάννου, η οποία δίνει μία αριστοτεχνική μετάφραση με πλουσιότατο λεξιλόγιο αφουγκραζόμενη στην κυριολεξία τις «μεταμορφώσεις» των τεσσάρων κύριων ηρώων. Η έκδοση συνοδεύεται από εικονογραφικό παράρτημα των έργων που αναφέρονται στο κείμενο και χάρτες. Η περιπέτεια αρχίζει!
Ο Χόθορν ( 1804-1864), ένας από τους στυλοβάτες του αμερικανικού μυθιστορήματος, επισκέφτηκε με την οικογένειά του την Ιταλία τον Ιανουάριο του 1858΄ περιηγήθηκαν στην περιοχή της Ρώμης, αλλά και στην Τοσκάνη και στην Ούμπρια, έως τον Μάιο του 1859. Καρπός του ταξιδιού ήταν το τελευταίο του ολοκληρωμένο έργο, Ο Μαρμάρινος Φαύνος.

Το μυθιστόρημα τοποθετείται χρονικά το 1860, αρχικά στη Ρώμη, όπου η παρέα τριών δημιουργικά και συναισθηματικά ανήσυχων νέων, ταλαντούχων Αμερικανών καλλιτεχνών και ενός Ιταλού κόμη, εμπλέκεται σε έναν φόνο που θα σημαδέψει/μεταμορφώσει τον καθένα τους διαφορετικά. Η Μύριαμ, η ζωγράφος, με «θολή» προέλευση και σκοτεινή ομορφιά, που ακολουθείται διαρκώς από έναν άνθρωπο-σκιά, πυροδοτεί την εξέλιξη της πλοκής. Ο Ντονατέλο (ή κόμης του Μόντε Μπένι ) παρουσιάζεται ως ζωντανό αντίγραφο εκπληκτικής ομοιότητας με τον Φαύνο (σάτυρο) του Πραξιτέλη, « ... είναι ένας φυσικός υπέροχος κρίκος ανάμεσα στον άνθρωπο και τη ζωώδη φύση, στον οποίο έχει αναμιχθεί κάτι το θεϊκό»΄ ερωτευμένος με τη Μύριαμ, φτάνει σε ακραίες πράξεις προκειμένου να την απελευθερώσει. Η παρθενικής ομορφιάς Χίλντα, αντιγραφέας έργων τέχνης από προτεσταντική οικογένεια της Νέας Αγγλίας, ζει μονάχη σε έναν θρυλικό πύργο όπου παραμένει αιώνια αναμμένο το καντήλι στο εικονοστάσι της Παρθένου και είναι επίσης κατοικία περιστεριών. Η Χίλντα, αντίθετα με τη Μύριαμ, είναι η προσωποποίηση της αθωότητας και της καθαρότητας (« ... ορατή μόνο χάρη στη λιακάδα της ψυχής της»), άθελά της γίνεται μάρτυρας μιας αποτρόπαιης πράξης. Ο γλύπτης Κένιον, βαθιά ερωτευμένος με τη Χίλντα (« ... Δεν τολμούσε καν να φιλήσει την εικόνα που είχε φτιάξει ο ίδιος: είχε και αυτή προσλάβει το μερίδιό της από την απόμακρή και συνεσταλμένη θεότητα της Χίλντας»), είναι ο οξυδερκής παρατηρητής, οπαδός της λογικής σε αντίθεση με την ρομαντική προδιάθεση των άλλων ηρώων, που προσπαθεί να ανακουφίσει τους φίλους του από τα μαρτύριά τους, αλλά και να προστατεύσει την αγαπημένη του Χίλντα.

Τα πρόσωπα ( και η ψυχολογική τους εξέλιξη/μεταμόρφωση) και η πλοκή, όμως, είναι ο καμβάς του μυθιστορήματος όπου πάνω του εδράζεται πλήθος άλλων θεμάτων, γεγονός που καθιστά τον Μαρμάρινο Φαύνο υβριδικό έργο ( ρομαντικό μυθιστόρημα και μυθιστόρημα μαθητείας, ταξιδιωτικό οδηγό, δοκίμιο περί τέχνης, φύσης, θρησκείας). Το κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η αμαρτία (φόνος)/οι ενοχές-τιμωρία/η εξιλέωση (μεταμόρφωση), το οποίο διαπερνά όλο το έργο με τα έξοχα ψυχογραφήματα των τεσσάρων προσώπων σε όλη τη βασανιστικά εξελικτική τους διαδικασία, έχοντας να αντιμετωπίσουν τους εξωτερικούς και τους εσωτερικούς τους δαίμονες. Το παρακάτω απόσπασμα εικονοποιεί το κλειδί του έργου:

«Τίποτα δεν τον ευχαριστούσε, εκτός από το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα, του οποίου η αθάνατη αγωνία το έκανε να φαντάζει στα μάτια του Κένιον ως πρότυπο της αιώνιας πάλης του ανθρώπου με τους μπερδεμένους κόμπους του Σφάλματος και του Κακού, εκείνων των δύο ερπετών που, δίχως τη θεία παρέμβαση, είναι βέβαιο πως στο τέλος θα πνίξουν και αυτόν και τα παιδιά του».
To ακόλουθο ερώτημα (ή πιθανή λύση), που διατυπώνεται από τον ορθολογιστή Κένιον, ( αφού νωρίτερα το εκφράζει και η Μύριαμ), συνοψίζει όχι μόνο τις αγωνίες των ηρώων για μία λύση, αλλά ερωτήματα που ζητούν απάντηση από τη φιλοσοφία και τη θρησκεία.
« ... Μήπως είναι, λοιπόν, η αμαρτία –που τη θεωρούμε τόσο τρομακτική, όσο το αβυσσαλέο σκοτάδι του σύμπαντος-, μήπως είναι, όπως ο πόνος, απλώς ένα στοιχείο ανθρώπινης καλλιέργειας, μέσω του οποίου αγωνιζόμαστε για μία υψηλότερη και καθαρότερη κατάσταση απ΄αυτή που θα μπορούσαμε να κατακτήσουμε με οποιοδήποτε άλλο μέσο; Mήπως έπεσε ο Αδάμ για να μπορέσουμε εμείς τελικά να αρθούμε σ’ έναν πολύ υψηλότερο Παράδεισο από τον δικό του;»
Το έτερο μείζον θέμα του μυθιστορήματος είναι η σχέση/αλληλεπίδραση της φύσης και της τέχνης. Ο Ντονατέλο από το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος παρομοιάζεται με τον Φαύνο του Πραξιτέλη, λόγω εξωτερικών χαρακτηριστικών αλλά και συμπεριφοράς, άποψη που ενισχύεται αργότερα από την καταγωγή του, όπως αποκαλύπτει ο Κένιον όταν τον επισκέπτεται στον πύργο του. Αυτά τα χαρακτηριστικά όμως φαίνεται ότι τον εγκαταλείπουν όταν διαπράττει τον φόνο και «μεταμορφώνεται», ενδύεται πια τη γήινη υπόστασή του χάνοντας την αθωότητά του. Όπως αναφέρει λακωνικά στην Εισαγωγή ο Rupp « ... η Ρώμη είναι το σχήμα που ο άνθρωπος επέβαλε στη φύση».

Ο Χόθορν ορμώμενος από την αγάπη του για την τέχνη μας δίνει εξονυχιστικές, σχοινοτενείς περιγραφές διαδρομών στην πόλη (Περίπατος στο φεγγαρόφωτο, σ.183), εκτός πόλης (Βίλα Μποργκέζε), αλλά και συγκεκριμένων έργων ( Φαύνος, Βεατρίκη Τσέντσι, Σύμπλεγμα του Λαοκόοντα, Αρχάγγελος Μιχαήλ που πατάσσει τον Σατανά κ.ά.), εκκλησιών (Αγ.Πέτρος, Πάνθεον κ.ά.) και μνημείων. Αυτό που με συνεπήρε όμως δεν ήταν μόνο οι περιγραφές και η ατμόσφαιρα της πόλης που πραγματικά αναβλύζει σχεδόν σε κάθε σελίδα του έργου, αλλά ότι συγκεκριμένα έργα τέχνης συνδέονται άρρηκτα με τα πρόσωπα του βιβλίου και την ψυχική τους κατάσταση, εντείνοντας τα συναισθήματα του αναγνώστη. Αυτή η διακαλλιτεχνική συνεργασία/διάλογος των τεχνών που μας παρουσιάζει ο συγγραφέας οδηγεί σε μια ολοκλήρωση και ανατροφοδότηση λόγου και τέχνης (ή και εικόνας).
Το μυθιστόρημα περιγράφει, επίσης, τη Ρώμη του 1860 με τη ματιά ενός συγγραφέα του Νέου Κόσμου (που είχε όμως άποψη λόγω και της θέσεώς του ως προξένου των Ηνωμένων Πολιτειών στο Λίβερπουλ της Αγγλίας), όπου η πόλη βρισκόταν υπό γαλλική κατοχή και θριάμβευε η παπική εξουσία. Πολλές είναι οι κοινωνικές αναφορές και η αιχμηρή κριτική του συγγραφέα σχετικά με τους ζητιάνους, την ελονοσία, τον καθολικισμό, το Καρναβάλι κ.ά.
Κάτι άλλο που κάνει ο Χόθορν και με προκαλεί να αγαπήσω περισσότερο αυτό το σκοτεινό μυθιστόρημα, είναι τα κενά που αφήνει στην τυπική πλοκή της ιστορίας. Μέχρι τέλους αναρωτιέται ο αναγνώστης για το παρελθόν της Μύριαμ που παραμένει ασαφές, για τη διφυή φύση του Ντονατέλο (που αρνείται πεισματικά να αποκαλύψει τα αυτιά του), τελικά τι είναι, άνθρωπος ή φαύνος, για την εξαφάνιση της Χίλντας κ.ά. Αν και από την κριτική αυτή η ασάφεια θεωρήθηκε μάλλον αδυναμία, ο Χόθορν απευθύνεται άμεσα στον αναγνώστη στο τελευταίο κεφάλαιο και γράφει τα εξής:
«Πιστεύουμε ακράδαντα πως ο ευγενικός αναγνώστης κάθε άλλο παρά θα μας ευχαριστούσε αν τον φορτώναμε με όλες εκείνες τις εξονυχιστικές λεπτομέρειες, που είναι τόσο ανιαρές και, τελικά, τόσο ανεπαρκείς για να εξηγήσουν τα ρομαντικά μυστήρια , μιας ιστορίας ... γιατί η σωφροσύνη του θα τον έχει διδάξει από καιρό πως κάθε αφήγηση των ανθρωπίνων πράξεων –είτε την ονομάζουμε ιστορία είτε μυθιστορία- είναι βέβαιο ότι αποτελεί ένα εύθραστο χειροτέχνημα, που σχίζεται πιο εύκολα απ’ ότι μπαλώνεται. Η πραγματική εμπειρία ακόμη και της πιο συνηθισμένης ζωής είναι γεμάτη με γεγονότα των οποίων τόσο η προέλευση όσο και ο προορσμός δεν εξηγούνται ποτέ» (σ.572).
Τα θέματα του Μαρμάρινου Φαύνου είναι αστείρευτη πηγή, όσοι έχετε διάθεση να «βουτήξετε» στον 19ο αιώνα, να εξερευνήσετε και να χαθείτε στις αλληγορίες, στα δρομάκια και τα μνημεία της Ρώμης με οδηγούς τους καλλιτέχνες μας και τα πάθη τους, μην διστάστε!

«Η Μυθιστορία και η Ποίηση, ίδια καθώς ο κισσός, οι λειχήνες και οι άγριες βιολέττες, χρειάζονται Ερείπια για να αναπτυχθούν» (από τον Πρόλογο)
Comments