ΤΗ ΝΥΧΤΑ, ΟΛΑ ΤΑ ΑΙΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΥΡΑ του Νταβίντ Ντιοπ, μετ. Αλεξάνδρα Κωσταράκου, επίμ. Έφη Γαζή, εκδ. ΠΟΛΙΣ (Frère d'âme/ David Diop, 2018)
Ο Νταβίντ Ντιοπ με το ψυχογραφικό έργο του Τη νύχτα, όλα τα αίματα είναι μαύρα φέρνει στο προσκήνιο την εκατόμβη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με μια όχι τόσο γνωστή οπτική: Αυτή των Σενεγαλέζων Τυφεκιοφόρων (στρατιωτικό σώμα που οργανώθηκε από τη μητρόπολη-Γαλλία το 1857 και στρατολογούσε αποίκους, κυρίως της Υποσαχάριας Αφρικής), διαμέσου της ιστορίας δύο καρδιακών φίλων του Αλφά Ντιάγε και του Μαντέμπα Ντιοπ.
Ο συγγραφέας γεννημένος το 1966 στη Γαλλία, με σενεγαλέζικη καταγωγή, διαβάζοντας το βιβλίο του Jean-Pierre Guéno, Paroles de Poilus, μια συλλογή γραμμάτων των στρατιωτών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου που στάλθηκαν από το Μέτωπο, αναλογίσθηκε αν υπήρχαν αντίστοιχα γράμματα από τους Σενεγαλέζους που πολέμησαν τότε, επίσης. Το μόνο που βρήκε ήταν μια τυπική, γραφειοκρατική αλληλογραφία – όχι κάτι προσωπικό. Έτσι γεννήθηκε αυτό το μυθιστόρημα, για να δώσει φωνή στη μικροϊστορία των ανθρώπων, στη δίνη αυτού του μεγάλου πολέμου στης Ιστορίας.
Στα χαρακώματα της μάχης, ο Αλφά Ντιάγε θρηνεί πάνω από το σώμα του «πιο πολύ και από αδελφό» Μαντέμπα Ντιοπ. Σενεγαλέζοι, από το χωριό Γκαντιόλ και οι δύο, υπηρετούν κάτω από τα χρώματα της γαλλικής σημαίας. Ο Αλφά, καταρρακωμένος από το ψυχοβγαλτικό τέλος του φίλου του, περνάει σε μια κατάσταση εμμονικών τύψεων και αιμοχαρούς εκδίκησης· μετά τις επιθέσεις, γυρνά τελευταίος πίσω στα γαλλικά χαρακώματα φέρνοντας ως τρόπαιο ένα κομμένο χέρι εχθρού μαζί με το όπλο του. Στην αρχή, οι ανώτεροί του και οι σύντροφοί του τον χαιρετίζουν με τιμές, μετά το τέταρτο χέρι όμως οι συμπολεμιστές του τον αποφεύγουν, του επιρρίπτουν τη φήμη του στρατιώτη-μάγου, του δαίμονα που τρώει τα σωθικά των ανθρώπων. Ο λογαγός Αρμάν που πρεσβεύει τον «πολιτισμένο πόλεμο» τον στέλνει στα μετόπισθεν σ΄ένα άσυλο. Εκεί, με τη βοήθεια του γιατρού Φρανσουά θα πρέπει να καθαρίσει το μυαλό του «που το μαγάρισε ο πόλεμος» και ίσως να βρει τον εαυτό του.
Από την πρώτη σελίδα υπάρχει κάτι γοητευτικό (παρόλη την ωμότητα και αγριότητα των περιγραφών) στη γραφή του Ντιοπ, και αυτό οφείλεται πρωτίστως στην εξομολογητική, χωρίς φίλτρο, πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Αλφά που μιλά κατευθείαν στον αναγνώστη (ή και στον νεκρό πια Μαντέμπα ή στον εαυτό του), διότι είναι σαν ν’ ακούμε τον εσωτερικό του μονόλογο ή τη ροή της συνείδησής του, καθώς αρχίζει να συνειδητοποιεί τι συμβαίνει και ν’ ανακαλύπτει και ο ίδιος τον εαυτό του. «Κανείς δεν ξέρει τι σκέφτομαι, είμαι ελεύθερος να σκέφτομαι ό,τι θέλω. Αυτό που σκέφτομαι, είναι ότι θέλουν να μη σκέφτομαι». Ένα δεύτερο, είναι το λυρικό και ποιητικό ύφος που το πετυχαίνει με μικρές, κοφτές επαναλαμβανόμενες περιόδους ή λέξεις, κάτι που προσδίδει μουσικότητα στη φράση μολονότι μεταφρασμένος λόγος. Επίσης, στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος (στα μετόπισθεν), όπου η αφήγηση αναφέρεται στη γενέθλια γη του Αλφά, τη Σενεγάλη, ο εξωτισμός και οι ιστορίες του (μητέρα, πατέρας, Φαρί, ιστορία μάγου-λιοντάρι και πριγκίπισσας) δρουν αντιστικτικά με τον τόπο και τις εικόνες των χαρακωμάτων.
Η φωνή του μυθιστορήματος είναι ο εικοσάχρονος Αλφά που αρχικά διακατέχεται από τον αφόρητο πόνο για τον χαμό του αδελφού-φίλου, που κατόπιν παίρνει τη μορφή τύψεων, για να μετουσιωθεί σε άγρια εκδίκηση. «Η Γαλλία του λοχαγού χρειάζεται τη θηριωδία μας και, καθώς είμαστε υπάκουοι, εγώ και οι άλλοι, κάνουμε τους άγριους». Εκεί στα χαρακώματα ανακαλύπτει ότι είναι απάνθρωπος επειδή το επέλεξε, ή ότι παριστάνει τον αγριάνθρωπο ή ότι το πεδίο της μάχης χρειάζεται τρελούς, καθώς και πολλές αντιφάσεις και παραδοξότητες της ανθρώπινης συνθήκης. «Μα τον αληθινό Θεό, νομίζω οτι ο Θεός έρχεται πάντα καθυστερημένος. [...] έτσι είναι ο κόσμος: κάθε πράγμα έχει δύο όψεις». Στο παραλήρημα αυτό όμως, πέρα από το προσωπικό του ψυχόδραμα που το πυροδότησε ο νεκρός Μαντέμπα, είναι πολλά και τα πραγματολογικά στοιχεία που ανακαλύπτουμε. Είναι συγκλονιστικά τα σημεία όπου περιγράφονται τα δημιουργημένα στερεότυπα των Γάλλων για τους «σοκολατί» αποίκους τους (άγριοι Νέγροι, κανίβαλοι, Ζουλού) και πώς ο λοχαγός Αρμάν τους ρίχνει στην πρώτη γραμμή - στην ουσία για να σκοτωθούν. Η προπαγάνδα των Γάλλων « του έβαλε (του Μαντέμπα) στο κεφάλι τη ιδέα να σώσει τη μητέρα πατρίδα, τη Γαλλία», γιατί ο πόλεμος ήταν μια ευκαιρία να ξεφύγουν από το Γκαντιόλ, να γυρίσουν τον κόσμο και να επιστρέψουν στο Σαιν-Λουί ως Γάλλοι πολίτες. Πόσο δελεαστικά/προκλητικά φαντάζουν αυτά σε έναν εικοσάχρονο που προέρχεται από έναν διαφορετικό κόσμο; Πολλές και σημαντικές είναι οι πληροφορίες της Έφης Γαζή στο επίμετρο του βιβλίου για την κατανόηση του μυθιστορήματος.
Όταν ο Αλφά βρίσκεται στο άσυλο, συναντά τον γιατρό Φρανσουά –ο αντίποδας του λοχαγού Αρμάν- που μέσα από τη ζωγραφική προσπαθεί να δει τι κρύβει ο Αλφά μέσα του. Εκεί, πάνω στο χαρτί ξετυλίγονται οι ιστορίες ενός μυθικού κόσμου, όπως τις «ζωγραφίζει» με φως και σκιά η εσωτερική φωνή του Αλφά. Ο ίδιος μοιάζει με θεό στην ομορφιά όταν παλεύει στην άμμο σώμα με σώμα, ο πατέρας του είναι ο σοφός γέροντας Μπασιρού Κούμπα Ντιάγε ριζωμένος στη γη «σαν δέντρο μπαομπάμπ», ενώ η μητέρα του είναι η νεαρή Πεντό Μπα μια νομάδα Φουλάνι «κόρη του ανέμου», η Φαρί έχει «μάτια ελαφίνας και λιονταριού μαζί» και ο «πάνω και από αδελφό» Μαντέμπα, πιο σοφός και από μαραμπού, όμορφος εσωτερικά και γενναίος συνάμα. Ο Αλφά, σε αντίθεση με τον φίλο του, δεν μιλά τα γαλλικά, μιλά όμως τη γλώσσα των ματιών και της καρδιάς, μιλά μια ποιητική, λυρική γλώσσα γεμάτη αλληγορίες, την ουόλοφ της πατρίδας του.
Ο Νταβίντ Ντιοπ σε 130 μονάχα σελίδες συγκλονίζει και μαγεύει με τη γραφή του (ακόμα και στην αφιέρωσή του), φέρνει στο φως ιστορίες της αποικιοκρατίας, μιλά για το ολέθριο αποτύπωμα του πολέμου και τα σκοτάδια της ανθρώπινης ύπαρξης («Τα επτά χέρια μου ήταν η μανία, ήταν η εκδίκηση, ήταν η τρέλα του πολέμου»), και συνδιαλέγεται με τις δύο του πατρίδες.
Το μυθιστόρημα τιμήθηκε με το βραβείο Γκονκούρ των μαθητών των λυκείων (2018), το βραβείο Patrimoines (2018) και το βραβείο Strega Europeo στην Ιταλία (2019).
«Ό,τι είναι πιθανό να συμβεί στους ανθρώπους, οι προηγούμενοι το έχουν ήδη νιώσει.Τίποτε από αυτά που μας συμβαίνουν σ' ετούτο τον κόσμο, όσο σοβαρά ή όσο συμφέροντα κι αν είναι, δεν είναι καινούργιο. Όμως ό,τι νιώθουμε είναι πάντοτε καινούργιο για μας, γιατί κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, όπως κάθε φύλλο στο ίδιο δέντρο είναι μοναδικό».
Ο Νταβίντ Ντιοπ γεννήθηκε το 1966 στο Παρίσι και έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στη Σενεγάλη. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στα Πανεπιστήμια της Τουλούζης και της Σορβόνης. Σήμερα είναι αναπληρωτής καθηγητής της γαλλικής γραμματολογίας του 18ου αιώνα στο Πανεπιστήμιο του Πω, όπου διδάσκει παράλληλα γαλλόφωνη αφρικανική λογοτεχνία. (από το βιβλίο)
Comments