CdC: Γιατί είχατε την ιδέα μιας ταινίας με σκύλους και σκουπίδια;
W.A: …Είχα την αίσθηση ενός τόπου περιπετειών όπου όλα είναι πιθανά. Σε πολλές παιδικές ταινίες, οι σκουπιδότοποι είναι μέρη όπου φεύγεις για αποστολή ή για να κατασκευάσεις ένα διαστημικό αεροσκάφος……………..
Μικρός λάτρευα δύο αμερικάνικες τηλεοπτικές σειρές: το “Sanford and Son” και το «T’ as le bonjour d’Albert”/Fat Albert and the Cosby kids. O ήρωας της πρώτης απασχολείται σε ένα σκουπιδότοπο στο L.A, αλλά τον μεταμορφώνει σε μικρό κατάστημα όπου ο κόσμος έρχεται να επισκευάσει και να κατασκευάσει αντικείμενα. Στο ‘T’ as le bonjour d’Albert”,ο ήρωας βρίσκεται σε ένα σπιτάκι στο κέντρο ενός σκουπιδότοπου…..Αυτοί οι τόποι είναι γεμάτοι με τόσα μικροαντικείμενα που συναρπάζουν τα παιδιά. Και η βρωμιά δεν τα φοβίζει.
CdC: Το «Νησί των Σκύλων» είναι μία συνάντηση επίσης με την ιαπωνική κουλτούρα, που φαίνεται να συνδέεται με σένα γιατί υπάρχει κάτι το ιαπωνικό στον τρόπο που φιλμάρετε τον χώρο και το βάθος πεδίου που δίνουν τα διαδοχικά πλάνα χωρίς προοπτική. Υπάρχει η έλλειψη βάθους( δυσδιάστατο) και η άποψη της συμμετρίας.
W.A: Ναι η έλλειψη βάθους και η πειθαρχία στο κάδρο. Κάνουν συχνά τον συσχετισμό ανάμεσα στον τρόπο μου να καδράρω και αυτόν του Ozu .Καταλαβαίνω τα κοινά σημεία. Αλλά μεταξύ μας, έχουμε πολύ μιλήσει για τον Akira Kurosawa του οποίου τα καδραρίσματα και η σκηνοθεσία είναι πολύ πιο δυναμικά.
CdC: Η τελική μεταμόρφωση των κακών μας κάνει να σκεφτούμε αυτή της μάγισσας του Μiyazaki, που δεν είναι ποτέ τόσο κακιά όσο δείχνει.
W.A: H ηθοποιός που ντουμπλάρει (φωνητικά) την μάγισσα στο “Voyage de Chihiro”, η Marie Natsuki, ντουμπλάρει την γριά Auntie σε μία σκηνή στο «Νησί των Σκύλων» και είναι ο αγαπημένος χαρακτήρας της κόρης μου.
CdC: Γιατί επιλέξατε να μην μεταφράσετε τους διαλόγους από τα ιαπωνικά;
W.A: Το ότι τα σκυλιά μιλούν αγγλικά και οι άνθρωποι ιαπωνικά έγινε ο κανόνας της ταινίας. Αλλά δεν ήταν το σημείο που ξεκινήσαμε. Κατά τον ίδιο τρόπο που αναφερόμαστε στα γιαπωνέζικα σχέδια , στην προετοιμασία των σούσι ή στις μάχες των σούμο, θέλαμε να έχουμε την γλώσσα (ιαπωνική) στην ταινία γιατί λατρεύουμε να την ακούμε στο σινεμά.
CdC: Στο «Ξενοδοχείο Grand Budapest», υπήρχε ένα είδος παντρέματος των τεχνικών animation και των πραγματικών πλάνων. Γιατί επιστρέψατε σε μία ταινία εξ ολοκλήρου animation;
W.A: ….Μετά το «Ξενοδοχείο Grand Budapest», ήθελα να επιστρέψω σε αυτή την τεχνική animation με τον παλιό τρόπο σε ολόκληρη την ταινία. Στον Ko Φοξ οι κούκλες που λειτουργούσαν καλύτερα ήταν οι αλεπούδες που έμοιαζαν με σκυλιά. Υπάρχει επίσης η εμφάνιση του λύκου στο τέλος που ήταν μία πηγή έμπνευσης. Αλλά η πραγματική επιθυμία ήταν πραγματικά να ξαναδουλέψω με τους animators του Kου Φοξ. Τους έκανα κάστινγκ σαν τους σταρ της ταινίας…..
CdC: Η μορφή των σκύλων έβαζε ένα καινούργιο στοίχημα ;
W.A: Για μας τα σκυλιά είναι χαρακτήρες. Είναι όπως οι άνθρωποι. Για μία μαριονέττα που είναι είτε άνθρωπος είτε ζώο, πρέπει κάποιος να της δώσει ζωή…. Όταν ακούμε ένα ‘oh’ βλέπουμε ότι το ‘oh’ διαρκεί 16 εικόνες και ξέρουν ( οι animators) πότε να αρχίσουν και πότε να τελειώσουν…. Είναι μία εργασία πολύ πολύπλοκη και μοναχική.
CdC: Κάθε πλάνο μοιάζει με μια πρόκληση, όπως αυτό της κατασκευής των σούσι που είναι σχεδόν μία αυτόνομη ταινία μικρού μήκους.
W.A: Αυτό ήταν τελείως ένας εφιάλτης!!....Ειδομένη από την δραματική πλευρά είναι μία σκηνή δηλητηριασμού, αλλά το πραγματικό στοίχημα ήταν να γιορτάσουμε την τροφή και την τέχνη και όλα αυτά που αγαπάμε.
CdC: Το παιδί του έργου είναι πολύ παράξενο. Οι ενήλικες είναι καρικατούρες αλλά αυτό μοιάζει μεγαλύτερο από την ηλικία του, είναι σχεδόν ένας έφηβος.
W.A: Παραλίγο να πεθάνει! Έχει αυτό το είδος του μετάλλου στο κεφάλι που του το βγάλαμε. Αυτό που θα θέλαμε είναι τα σκυλιά να μπορούν να αναρωτηθούν, αν δεν έχει το κεφάλι λίγο χαλασμένο ή αν έχει ανάγκη μία ειδική ιατρική παρακολούθηση, την οποία τελικά έχει. Και δεν τρώει. Είναι βαθιά τραυματισμένος, γνώρισε τις χειρότερες εμπειρίες που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πριν αρχίσει η ταινία.
CdC: Οι χαρακτήρες σας είναι συνήθως σε μία πολύ ιδιαίτερη ηλικία, στην αιχμή της παιδικότητας λίγο πριν την εφηβεία. Είναι η χρυσή ηλικία της ζωής σας;
W.A: Δεν ξέρω αλλά, αλλά είναι μια στιγμή που είσαι στο μάξιμουμ της αφύπνισης, δίνεις προσοχή σε όλα και όλα είναι καθ΄ οδόν για να αλλάξουν. Είναι μια πολύ δυναμική ηλικία, που οδηγεί σε κάτι πολύ ποιητικό, όπου υπάρχει μία σίγουρη ευχέρεια στον κόσμο.
CdC: Όταν γράφετε αντλείτε από την παιδική σας ηλικία;
W.A: Απαραίτητα για το «Ο Έρωτας του Φεγγαριού». Συγκεντρωθήκαμε σε αυτή την ιδέα: τι σημαίνει να είσαι παιδί σε αυτή την ηλικία; Πέρα από τις πνευματικές εικόνες προσπαθούσαμε να αναπλάσουμε αυτή την ατμόσφαιρα, αυτή την αίσθηση. Το παιδί από το «Νησί των Σκύλων» έχει κάτι κοινό με αυτό στον «Έρωτα του Φεγγαριού».
CdC: Στο «Νησί των Σκύλων» υπάρχει μια διάσταση πιο οργανική, υπάρχουν ακόμα σκηνές σχεδόν αιματοβαμμένες ή σε κάθε περίπτωση πολύ γραφιστικές.
W.A: Σκεφτόμασταν πολύ τον Jack London. Kαθώς η ταινία γυρίστηκε σε μικρά δωμάτια, με μινιατούρες, θέλαμε να πολλαπλασιάσουμε τα εφέ του κινδύνου και της έκθεσης. Αυτό το παιδί, αυτά τα σκυλιά δεν έχουν καλή υγεία και έχουν βουτήξει σε ένα επικίνδυνο περιβάλλον. Θελήσαμε πραγματικά αυτή η αίσθηση της δυσχέρειας να βγαίνει. Από αυτή την πλευρά δεν είμαι σίγουρος ότι είναι μία ταινία που απευθύνεται στα παιδιά…..
CdC: Υπάρχει επίσης αυτή η νέα διάσταση μετά- αποκάλυψης στο «Νησί των Σκύλων» που συνδέεται με την ιδέα του τέλους του πολιτισμού του «Ξενοδοχείου Grand Budapest».
W.A: Είναι πολύ συνδεδεμένη με την Ιαπωνία. Το μελλοντολογικό και μετα-αποκαλυπτικό ερώτημα ήρθε από την Αυστραλία με τον Mad Max, αλλά είναι μία παράδοση που εμφανίστηκε νωρίτερα μέσα από την ιαπωνική κουλτούρα, με τις καταστροφές, τον Godzilla και όλα αυτά τα τέρατα, ή ακόμα και στις μεταπολεμικές ταινίες. Υπάρχει επίσης αυτή η ταινία του Kurosawa, με αυτόν τον φοβισμένο άνθρωπο από μία πυρηνική καταστροφή, το ‘Vivre dans la peur”. H μετα-αποκαλυπτική διάσταση προέρχεται επίσης από την ιδέα του κάδρου που φανταστήκαμε: o σκουπιδότοπος, οι τόποι καταστροφής του ηφαιστείου, τα τσουνάμι, η διαφθορά, η αρρώστα, η πίεση της κυβέρνησης…
CdC: Μία λέξη για τις γάτες, που τις βλέπουμε λίγο αλλά είναι μυστικά οι μεγάλοι κακοί του έργου. Είστε περισσότερο από την πλευρά των σκυλιών;
W.A:(γέλια) Οι γάτες εμφανίζονται σαν ένα απλό motif. Εγώ και ο Roman(Roman Coppola, ένας από τους συν σεναριογράφους) αγαπάμε τα σκυλιά, ο Jason (Jason Schwartzman(o τρίτος συν σεναριογράφος) αγαπά τις γάτες…..Αγαπώ και εγώ τις γάτες. Πράγματι δεν νομίζω ότι έκανα την ταινία επειδή αγαπώ ειδικά τα σκυλιά, μόνο η ιστορία με ενδιαφέρει.
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί μέρος της συνέντευξης που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Cahiers du Cinema (No 743) .(CdC)
Comments