Ο ΚΑΛΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ – Μια ιστορία πάθους του Φορντ Μάντοξ Φορντ, μετ.- επίμ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ.Gutenberg 2017 [Ford Madox Ford, The good soldier, 1915]
«Aυτή: η πιο θλιβερή ιστορία που έχω ποτέ μου ακούσει – η πιο θλιβερή»: Είναι η παραπλανητική εναρκτήρια φράση του μυθιστορήματος, που ενώ προδιαθέτει τον αναγνώστη για μια εξιστόρηση γεγονότων που θα έχουν ενδεχομένως μια τραγική κορύφωση, παραδόξως, έχουμε τις εντυπώσεις των γεγονότων, και μάλιστα όπως τις διηγείται ένα από τα τέσσερα κύρια πρόσωπα του μυθιστορήματος· άρα δεν άκουσε την ιστορία από κάποιον τρίτο, αλλά την έζησε και συμμετείχε (ενεργά ή παθητικά) σε αυτήν. Επομένως, την ιστορία εμείς οι αναγνώστες την ακούμε/διαβάζουμε, εκείνος τη διηγείται (τη γράφει για να κυριολεκτούμε). Ήδη, τελειώνοντας την πρώτη σελίδα, κάθε πρόταση αναιρεί ή ανακατασκευάζει την προηγούμενη, παντού διαχέονται λανθάνοντα μηνύματα. Στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου ξέρουμε ακροθιγώς όλη την ιστορία - τουλάχιστον το τέλος της. Πρόκειται για ένα προκλητικό μυθιστορήμα που ιντριγκάρει τον αναγνώστη διότι μέχρι την τελευταία σελίδα προσπαθεί όσο και ο αφηγητής να ακολουθήσει το νήμα και να ανασυνθέσει τα αφηγηματικά γεγονότα και το νόημά τους.
Όπως είπα, την ιστορία τη γράφει ένα από τα τέσσερα βασικά πρόσωπα ο Τζον Ντάουελ, γιατί θέλει να απαλλαγεί από το άχθος των γεγονότων ή για ν' αφήσει μια μαρτυρία της καταστροφής που έζησε προς όφελος των μελλοντικών άγνωστων διαδόχων. Υιοθετούμε, αρχικά λοιπόν, τη δική του φωνή και οπτική των γεγονότων, τη δική του εντύπωση. Αφηγείται την ιστορία ενός «μενουέτου» που αποτελείται από το ζεύγος Άσμπερναμ -τον λοχαγό Έντουαρντ και τη σύζυγό του Λεονόρα- και τους Ντάουελ, δηλαδή τον ίδιο και τη σύζυγό του Φλόρενς. Τα δύο ζευγάρια γνωρίζονται(;) εννέα χρόνια και έξι εβδομάδες, την περίοδο 1905-1914, προτού συμβούν τα ηχηρά και αποτρόπαια γεγονότα στη γερμανική λουτρόπολη Ναουχάιμ, όπου περνούν εκεί κάθε χρόνο τους μήνες από Ιούλιο έως Σεπτέμβριο, διότι ο Έντουαρντ και η Φλόρενς πάσχουν από την «καρδιά τους» - ποικιλοτρόπως. Οι Ντάουελ είναι Αμερικανοί, ο αφηγητής από τη Φιλαδέλφεια, γόνος κάποιας καλής οικογένειας με οικονομική ανεξαρτησία και η Φλόρενς από το Κονέκτικατ, όπου οι κάτοικοι είναι συντηρητικοί και παλαιών αρχών. Οι Άσμπερναμ, όπως είθισται στην Αγγλία να λένε, είναι «πολύ καλοί άνθρωποι». Ο Άγγλος λοχαγός Έντουαρντ ευγενούς καταγωγής, ιδιοκτήτης γης, «ο πλέον έντιμος και αξιόπιστος των ανθρώπων» και η εξωπραγματικής ομορφιάς Λεονόρα, που προσπαθεί να διευθετήσει τα του οίκου της με οργάνωση και αυτοθυσία. Για αυτή την τετράδα που αποτελούσε «ένα αφάνταστα ασφαλές κάστρο», ένα μεγάλο περήφανο πλοίο έφτασαν τέσσερις μέρες για να συντριβεί, και το μενουέτο που χόρευε να μετατραπεί σε φυλακή «γεμάτη οιμώζοντες, υστερικούς».
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη όπου με μεγάλη ακρίβεια επαναλαμβάνονται κάποιες σκέψεις του αφηγητή σχετικά με την προσπάθειά του να αναπλάσει τα γεγονότα υιοθετώντας διαφορετικές οπτικές, πάντα υπάρχει μια επωδός του τύπου: «Δεν ξέρω τίποτα· τίποτα στον κόσμο· τίποτα για τις καρδιές των ανθρώπων. Το μόνο που ξέρω είναι πως είμαι μόνος – φριχτά μόνος», και κάθε μέρος κλείνει με έναν θάνατο!
Ο Ντάουελ εμφανίζεται ως αδαής, αδέξιος αφηγητής ταξιδεύοντας στον χρόνο άλλοτε προς τα εμπρός, άλλοτε προς τα πίσω, κάνοντας υποθέσεις, προσπαθώντας να συλλάβει και να περιγράψει ίντριγκες οπερατικού πάθους τις οποίες κατανοεί μόνο εν μέρει, αδυνατώντας να κατασταλάξει σε μια οπτική, έρμαιο της μοίρας, απών/παρών της ίδιας του της ζωής. «Δεν ξέρω πώς είναι καλύτερα να τα βάλω στο χαρτί – αν πρέπει, καλύτερα, να προσπαθήσω και ν’ αφηγηθώ την ιστορία από την αρχή, σα να ήταν πράγματι μια ιστορία, ή αν πρέπει να την πω μέσα από την απόσταση του χρόνου, σα να έφτασε σε μένα από τα χείλη της Λεονόρας ή από κείνα του ίδιου του Έντουαρντ». Καθώς κυλά η αφήγηση τα ίδια τα γεγονότα υποχωρούν και ξεθυμαίνουν μπροστά στις εντυπώσεις του, οι οποίες με τη σειρά τους συνθλίβονται από τα επόμενα γεγονότα και ούτω καθ’ εξής.
«Δεν ξέρω. Τίποτα δεν υπάρχει να μας κατευθύνει, κανένας οδηγός. Κι αν όλα είναι τόσο νεφελώδη σ’ ένα θέμα τόσο στοιχειώδες όσο τα ήθη του σαρκικού έρωτα, τι υπάρχει να μας κατευθύνει σε πιο πολύπλοκα ηθικά ζητήματα όπως όλες οι άλλες ανθρώπινες επαφές, όπως όλες οι άλλες σχέσεις και συνεργασίες και δραστηριότητες; Ή μήπως είμαστε για να δρούμε μονάχα από ένστικτο; Δεν ξέρω. Στο σκοτάδι είναι όλα».
Το μυθιστόρημα το ακολουθεί ένα εμβριθές επίμετρο του μεταφραστή Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη που μας μεταφέρει τους θεωρητικούς προβληματισμούς τόσο για τον συγγραφέα όσο και για το έργο που διαβάζουμε – γιατί Ο καλός στρατιώτη ήταν ένα βιβλίο που συζητήθηκε και συνεχίζει, ως ένα πρώιμο έργο του μοντερνισμού, ιμπρεσιονιστικής γραφής.
Για να κατανοήσουμε τον αφηγητή θα πρέπει να τοποθετήσουμε το έργο στην ιστορική περίοδο που ανήκει και να εντρυφήσουμε λίγο στη ζωή του Φορντ Μάντοξ Φορντ. Στις αρχές του 20ού αιώνα, εκτός των κοινωνικών-οικονομικών αλλαγών και των διαφόρων κινημάτων που κορυφώνονται όλα με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (στο βιβλίο γίνεται λανθάνουσα/παιχνιδιάρικη αναφορά μέσω της σημαδιακής ημερομηνίας της 4ης Αυγούστου για τη Φλόρενς) κλονίζεται και καταρρέει ένα σύστημα ανθρώπινων αξιών, μεταβάλλεται ο κόσμος προς μια κατεύθυνση άγνωστη, κάτι που γεμίζει φόβο και αβεβαιότητα τους ανθρώπους. Όλα αυτά τα συναισθήματα αποτυπώνονται στον Ντάουελ και τα μεταφέρει στον αναγνώστη ως μια αγωνία του τι θα ακολουθήσει της καταστροφής. Τα προσωπικά του θέματα, που προσπαθεί να αποδεχτεί και να κατανοήσει, ανήκουν στο μικρόκοσμο μιας ευρύτερης ιστορικής αλλαγής.
«Ή είναι οι ζωές όλων των ανθρώπων σαν τις ζωές μας, σαν τις ζωές των καλών ανθρώπων; … τσακισμένες, θυελλώδεις, αγωνιώδεις και αντιρομαντικές, περίοδοι με σημεία στίξεως κραυγές, ανημπόριες, θανάτους, αγωνίες; Ποιος διάβολος ξέρει;»
Από την άλλη πλευρά, η ίδια η συναισθηματική ζωή του συγγραφέα -που το δεύτερο συνθετικό του ονόματός του, το Μάντοξ, εις αντικατάσταση του γερμανικού Hueffer το απέκτησε το 1919- ήταν βαθύτατα πολύπλοκη και αλληλοκαλυπτόμενη σε ερωτικές σχέσεις, και γινόταν χειρότερη για όλους τους εμπλεκόμενους λόγω την απόκρυψης της αλήθειας και της αναποφασιστικότητάς του. Ποιητής, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, και εκδότης δύο πολύ σημαντικών εντύπων (English Review, Transantlantic Review) ανέδειξε και συνεργάστηκε με σημαντικές μορφές, όπως ο Έζρα Πάουντ, ο Τζόζεφ Κόνραντ, ο Τόμας Χάρντι, ο Χέμινγουεϊ κ.ά. Καταγόμενος από καλλιτεχνική οικογένεια, υπήρξε και ο ίδιος σημαντική προσωπικότητα στα πρώτα χρόνια του μοντερνιστικού κινήματος.
Πέρα από τα χαρακτηριστικά του ιμπρεσιονιστικού ύφους που εισάγει, τον χαρακτήρα του αναξιόπιστου αφηγητή, την αφηγηματική διαμεσολάβηση, την ειρωνεία κ.ά., Ο καλός στρατιώτης είναι και μια κοινωνιολογική κριτική της διαφορετικής νοοτροπίας Άγγλων/Αμερικανών, δηλαδή του παλιού και του νέου κόσμου, των διαφορών ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντών και της υποκρισίας της κοινωνίας. Ο χαρακτήρας του Ντάουελ συγκινεί με την ανθρώπινη διάστασή του εντέλει, γιατί όταν καταρρέει ο κόσμος σου προσπαθείς να πάρεις απόσταση, να ανασυνθέσεις από όλες τις πλευρές τα γεγονότα. Ο Ντάουελ, ναι, παρουσιάζεται αφελής, αναξιόπιστος αφηγητής, θύμα, «φιλότιμος, επιμελής και φιλόπονος νοσοκόμος», χωρίς συναισθηματική εξυπνάδα, εξωφρενικά αδρανής, αλλά από την άλλη παρατηρεί καλόπιστα, προσπαθεί να σκεφτεί ορθολογικά και φτάσει στην ουσία των πραγμάτων και τέλος να αγαπήσει και να συγχωρήσει – άλλωστε πρόκειται για ένα μυθιστόρημα για την ανθρώπινη καρδιά! Ή μήπως όχι; Όλα πρέπει να τα ψάξεις εσύ αναγνώστη!
(Φυσικά θα συνεχίσω με το άλλο έργο του το Parade’s End· παρακολούθησα τη μίνι σειρά του BBC και ενθουσιάστηκα!)
ΥΓ.1. « … ο αληθινός συγγραφέας της αφήγησης δεν είναι μόνο αυτός που την αφηγείται αλλά επίσης, και καμιά φορά περισσότερο, αυτός που την ακούει. Που δεν είναι αναγκαία εκείνος στον οποίο την απευθύνουν: πάντα υπάρχει κόσμος τριγύρω». (G.Genette, Σχήματα ΙΙΙ, Πατάκη, Αθήνα 2007, σελ.339)
ΥΓ.2. Ο Φορντ Μάντοξ Φορντ για την ικανότητα του ιμπρεσιονισμού να αποδίδει την πολυεπίπεδη πραγματικότητα: « … τόσες πολλές απόψεις φαίνονται μέσα από φωτεινό γυαλί - μέσα από γυαλί τόσο φωτεινό που ενώ αντιλαμβάνεσαι μέσα από αυτό ένα τοπίο ή μια αυλή, έχεις επίγνωση ότι, στην επιφάνειά του, αντανακλά το πρόσωπο ενός ανθρώπου πίσω σου». https://campuspress.yale.edu/modernismlab/on-impressionism/
Comments