ΟΛΙΒ ΚΙΤΤΡΙΤΖ (Οlive Kitteridge, 2008), Ελίζαμπεθ Στράουτ (Elizabeth Strout), μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Άγρα (2020), Βραβείο Πούλιτζερ 2009
Η Όλιβ Κίττριτζ είναι το τρίτο μυθιστόρημα της Ελίζαμπεθ Στράουτ, και όπως στα προηγούμενα τοποθετεί τις ιστορίες της στη Νέα Αγγλία και κυρίως στην επαρχία του Μέην, βρισκόμαστε στο εικονικό παραθαλάσσιο χωριό, το Κρόσμπυ. Γεννημένη και η ίδια στο Πόρτλαντ του Μέην, γνωρίζει και αφουγκράζεται την τοπική κοινωνία, κάτι που επιτείνει την ενδελεχή παρατήρηση και την ψυχογράφηση των προσώπων.
Η δομή του βιβλίου παρουσιάζει ενδιαφέρον: αποτελείται από δεκατρείς (σχεδόν αυτοτελείς) ιστορίες που, ωστόσο, δένονται οργανικά από την παρουσία του κύριου χαρακτήρα, της Όλιβ Κίττριτζ, η οποία άλλοτε πρωταγωνιστεί σε αυτές, άλλοτε κάνει ένα «πέρασμα» ή γίνεται αναφορά στο προσωπό της. Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, αλλά η οπτική αλλάζει ανάλογα με τον χαρακτήρα που περιγράφεται. Κατ’ αυτό τον τρόπο παρατηρούμε μέσα από διαφορετικές οπτικές τα ίδια πρόσωπα, δηλαδή πώς φαίνονται στα μάτια των άλλων και πώς αντιλαμβάνονται τα ίδια τον εαυτό τους.
Το βιβλίο σκιαγραφεί την καθημερινότητα της Όλιβ, μιας σαρανταπεντάχρονης καθηγήτριας μαθηματικών (μια μεγαλόσωμη γυναίκα με έξυπνο πρόσωπο και ευθύ βλέμμα που όλοι οι μαθητές έτρεμαν), του συζύγου της Χένρυ, που διατηρεί το φαρμακείο του στο διπλανό χωριό (ένας γλυκός, μειλίχιος άνθρωπος που θέλει να είναι όλοι ικανοποιημένοι γύρω του, ένας «θύλακας ζεστασιάς») και του μονάκριβου γιου τους, Κρίστοφερ. Η οικογένεια πλαισιώνεται από τους συντοπίτες τους, είτε μόνιμους κατοίκους του Κρόσμπυ είτε πρώην, ή και περαστικούς. Οι διαδοχικές ιστορίες είναι γραμμικές στον χρόνο, οπότε παρατηρούμε την εξέλιξη των χαρακτήρων για περίπου τριάντα χρόνια. Την Όλιβ την αφήνουμε στά εβδομήντα τέσσερά της, αφού έχει χάσει τον Χένρυ, και τον Κρίστοφερ παντρεμένο με την Ανν.
Ιστορίες για τα «μυστικά και ψέμματα» των γάμων, τις συνενοχές, τις απιστίες που αποκαλύπτονται σε μια κηδεία, τις μητέρες που αγαπούν υπερβολικά τούς γιους τους και αντιδρούν παιδιάστικα ή και ανώριμα στον γάμο τους, τις πιστές και αφοσιωμένες στο καθήκον γυναίκες, ένα κορίτσι με μαλλιά σαν κανέλλα που λιμοκτονεί, μια επίθεση στο τοπικό νοσοκομείο που αφήνει ανεξίτηλα σημάδια στους συμμετέχοντες, τα ματαιωμένα από τη ζωή ρομάντζα, τις προσπάθειες συμφιλίωσης, κατανόησης και συγχώρεσης των άλλων, τη λαιμαργία για τη ζωή είναι κάποια από τα θέματα που αναπτύσσονται στις σελίδες του βιβλίου.
"Ό,τι και να είναι οι ζωές τους ... παρ' όλα αυτά κάτι έσπρωχνε τους ανθρώπους να γιορτάζουν, διότι ήξερε, ο καθένας με τον τρόπο του, πως η ζωή είναι για να τη γιορτάζεις".
Η Όλιβ Κίττριτζ είναι ένας χαρακτήρας που ξεσηκώνει ανάμεικτα συναισθήματα αντιπάθειας ή συμπάθειας – δεν είναι ο χαρακτήρας που αγαπάς με την πρώτη ματιά. Είναι μια γυναίκα με τόσο έντονη προσωπικότητα που μπορεί να κάνει τους άλλους να αισθάνονται άσχημα και μόνο με την παρουσία της (ή επειδή είναι τόσο οξυδερκής ώστε να διαβάζει μέσα τους;), πολλοί αναρωτιούνται πώς την αντέχει ο Χένρυ («Την αγαπάει», λέει συλλογιζόμενη η Τζέην), είναι παρορμητική, οξύθυμη, ο γιος της αλλάζει πόλη για να μην πνίγεται από τη γειτνίαση μαζί της και όταν της ζητά να τον επισκεφτεί στη Ν.Υόρκη, για «να γίνει μέρος της ζωής του», εκείνη πάλι τα θαλασσώνει. Και όμως, η ίδια αυτή γυναίκα είναι που παρηγορεί (έστω με τον δικό της αδέξιο τρόπο) τον Κέβιν για την αυτοκτονία της μητέρας του, ξεσπά σε κλάματα στη θέα της ισχνής Νίνας («Αν υπήρχε ένας άνθρωπος στο χωριό που ο Χάρμον πίστευε πως δεν θα τον έβλεπε ποτέ να κλαίει, αυτός ήταν η Όλιβ».), επισκέπτεται και φροντίζει τον κατάκοιτο πια Χένρυ ανελλιπώς κάθε μέρα. Στο διάστημα των περίπου τριάντα χρόνων που διατρέχουν το μυθιστόρημα, η Όλιβ ξεδιπλώνεται και εξελίσσεται ως χαρακτήρας, έχει ενσυναίσθηση χωρίς να γίνεται συναισθηματική, καταλαβαίνει τις αδυναμίες των άλλων, βλέπει την ευθραυστότητα της ζωής, τη φθορά της καθημερινότητας, τη μοναξιά αλλά και την ανάγκη για συμφιλίωση και έρωτα. Η ίδια αυτοχαρακτηρίζεται στο τέλος ως «χωριάτισσα» και παραδέχεται πια στα εβδομηντατέσσερά της χρόνια ότι: «Ο Χένρυ έλεγε πως ποτέ δεν ζητάω συγγνώμη για τίποτα, και μάλλον είχε δίκιο».
Η Στράουτ έχει πλάσει έναν χαρακτήρα τόσο γήινο, έντονο, ειλικρινή, με χιούμορ και δυναμισμό που πραγματικά δραπετεύει από τις σελίδες, αποκτά ζωή ανεξάρτητη από το μυθιστόρημα. Αξιοθαύμαστο είναι πώς αναλύονται οι καταστάσεις, πώς αισθάνονται οι ήρωες αλλά πόσα συναισθήματα δεν «προφέρονται» – μόνο υπονοούνται ανάμεσα στις λέξεις. Η πολυπλοκότητα των διαδρομών των συναισθημάτων της Όλιβ, αλλά των άλλων χαρακτήρων, αποτελεί εντέλει τον καθρέπτη του αναγνώστη όπου οδηγείται στην αυτοπαρατήρηση, αυτογνωσία και εξάσκηση της δικής του ενσυναίσθησης.
Η Όλιβ Κίττριτζ είναι ένα βιβλίο αυτοβελτίωσης, με παρηγορητικό λόγο, ένα βιβλίο σοφίας και πάθους για τη ζωή!
«Τώρα όμως ήταν εδώ, και η Όλιβ φανταζόταν τους δυο τους σαν δύο φέτες ελβετικό τυρί κολλημένες η μία με την άλλη, με όλες τις τρύπες και τα κενά που είχε αυτή η ένωση – με τα κομμάτια που σου στερούσε η ζωή».
Η Όλιβ Κίττριτζ έχει μεταφερθεί τηλεοπτικά (μίνι σειρά) με την εξαιρετική Φράνσις ΜακΝτόρμαντ στον ομώνυμο ρόλο, με μεγάλη επιτυχία απ΄ότι διάβασα. Και το καλύτερο: κυκλοφόρησε ήδη (2019) το Olive Again, και η ζωή συνεχίζεται...
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα (από την έκδοση)
Η ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΣΤΡΑΟΥΤ γεννήθηκε το 1956 στο Πόρτλαντ του Μέην. Από μικρή της άρεσε να γράφει: κρατούσε ημερολόγια καταγράφοντας τις λεπτομέρειες της καθημερινότητας. Της ασκούσαν επίσης έλξη τα βιβλία και έχει περάσει άπειρες ώρες από τη ζωή της στην τοπική βιβλιοθήκη, στους διαδρόμους με τη λογοτεχνία. Όταν ήταν παιδί, τους καλοκαιρινούς μήνες, έπαιζε έξω στη φύση μόνη της, πιο συχνά, η με τον αδελφό της, και έτσι αναπτύχθηκε η βαθιά και σταθερή αγάπη της για τον φυσικό κόσμο : τα καλυμμένα με φύκια βράχια στις ακτές του Μέην και το δάσος του Νιου Χάμσαϊρ με τα κρυμμένα αγριολούλουδα. Στην εφηβεία της η Στράουτ συνέχισε να γράφει με απληστία, και από πολύ νωρίς είχε φανταστεί τον εαυτό της ως συγγραφέα. Διάβασε βιογραφίες συγγραφέων και μελέτησε –μόνη της– τον τρόπο που οι Αμερικανοί συγγραφείς, ειδικότερα, έλεγαν τις ιστορίες τους. Της άρεσε να διαβάζει και να απομνημονεύει ποίηση. Από τα δεκαέξι έστελνε διηγήματά της σε περιοδικά. Το πρώτο της διήγημα δημοσιεύθηκε όταν ήταν εικοσιέξι. Σπούδασε στο Bates College και αποφοίτησε με πτυχίο στην αγγλική φιλολογία το 1977. Δύο χρόνια αργότερα, πήρε πτυχίο νομικής από το Syracuse University College of Law. Μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου έγινε βοηθός στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών του Κοινοτικού Κολεγίου του Μανχάτταν. Πλέον δημοσιεύονταν περισσότερα διηγήματά της σε λογοτεχνικά περιοδικά, καθώς και στα Redbook και Seventeen. Ισορροπώντας ανάμεσα στις οικογενειακές και διδασκαλικές υποχρεώσεις της, κατάφερε να βρίσκει λίγες ώρες κάθε μέρα για να γράφει. Άλλα βιβλία της: My Name is Lucy Barton, Olive again, Anything is Possible, Amy & Isabelle, τα οποία έχουν λάβει πλήθος σημαντικών βραβείων. Στις Εκδόσεις Άγρα κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον το 2019.
Comments