Παραγωγή της Κωμικής Όπερας του Βερολίνου στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σ.Νιάρχος

Ο Μαγικός Αυλός είναι η πιο πολυπαιγμένη γερμανόφωνη όπερα, μία από τις δέκα δημοφιλέστερες σε όλον τον κόσμο και είναι πραγματική πρόκληση για ένα σκηνοθέτη να ασχοληθεί μαζί της. Ο Μπάρρη Κόσκυ θέλησε να δώσει μία ανάγνωση που να μην προδίδει το πνεύμα του Μότσαρτ και του λιμπρετίστα Ε.Σίκανεντερ, αλλά ταυτόχρονα να αντιπροσωπεύει τον 21ου αιώνα, να ξεφεύγει από την «πεπατημένη» και πιστεύω ότι τα κατάφερε.
Ο λιμπρετίστας Ε.Σίκανεντερ (θεατράνθρωπος/ηθοποιός/τραγουδιστής) ζητά το 1791 από τον Μότσαρτ να συνθέσει την μουσική για μία κωμική όπερα, ένα λαϊκό θέαμα για απλούς ανθρώπους που ήταν άλλωστε και το κοινό του. Ο Μότσαρτ ανταποκρίνεται και συνθέτει την πρώτη του όπερα για το πλατύ κοινό, παράλληλα όμως η εκλεπτυσμένη και γεμάτη πρωτοτυπίες σύνθεσή του κερδίζει ταυτόχρονα το καλλιεργημένο κοινό αλλά και τους πιο απαιτητικούς μονάρχες.

Το θέμα της όπερας ενώ φαντάζει παραμυθένιο και απλοϊκό είναι πολυσχιδές και επιδέχεται αναλύσεις σε διάφορα επίπεδα. Είναι η ερωτική ιστορία του Πρίγκιπα Ταμίνο που ερωτεύεται αρχικά την «εικόνα» της Πριγκίπισσας Παμίνα (κόρη της Βασίλισσας της Νύχτας), που την έχει απαγάγει ο Ζαράστρο και την κρατά φυλακισμένη στο κάστρο του. Ο Παμίνο με βοηθό του τον Παπαγκένο, τον μαγικό αυλό και τα κουδουνάκια του, θα φτάσει στο κάστρο και αφού περάσει κάποιες δοκιμασίες θα ελευθερώσει την Πριγκίπισσα του. Εκ πρώτης όψης είναι μία ιστορία σε χρόνο άχρονο και σε άγνωστη χώρα, με πολλά αρχετυπικά μοτίβα, εμπλουτισμένη με αρχαία μυθολογικά στοιχεία, όπου ο Ταμίνο θα πρέπει να περάσει κάποιες δοκιμασίες - όπως ο Ορφέας που καταδύεται στον Άδη προκειμένου να δει την αγαπημένη του Ευρυδίκη - και να αποδείξει στον Ζαράστρο την αξία και την δύναμη της αγάπης του. Είναι επίσης μία ιστορία για την δύναμη της μουσικής, αφού ο αυλός και τα καμπανάκια βοηθούν στο αίσιο τέλος. Είναι ένα σχόλιο για την μοναξιά, αφού όλοι οι ήρωες είναι στην ουσία χωρίς σύντροφο και επιζητούν το έτερο ήμισυ ( εκτός από την Βασίλισσα της Νύχτας και τον Ζαράστρο). Ο Μότσαρτ, μασόνος ο ίδιος όπως και ο Ε.Σίκανεντερ, έγραψε μια μουσική αλληγορία που διακηρύττει με απλό τρόπο τις αρχές και τις ιδέες του μασονισμού. Παράλληλα στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών της όπερας, η αυλή κάθε χώρας πρόβαλλε τις δικές της αντιστοιχίες και ερμηνείες, ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε ιστορικά σε ταραγμένες εποχές και στο τέλος του Διαφωτισμού. Αν σε όλα αυτά τα επίπεδα προσθέσουμε και τις καινοτομίες που εφάρμοσε ο Μότσαρτ στην σύνθεση καταλαβαίνουμε ότι ο δρόμος των αναλύσεων δεν έχει τέλος. Όμως ο κοινός τόπος όλων των παραπάνω αναγνώσεων για τον Μαγικό Αυλό, είναι η δύναμη της ποίησης της μουσικής και των εικόνων και ότι ο κάθε θεατής βρίσκει ένα στοιχείο που του ταιριάζει.

Ο ρηξικέλευθος σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής της Κωμικής Όπερας του Βερολίνου Μπάρρυ Κόσκυ που έχει ήδη ανανεωτικές σκηνοθεσίες στο ενεργητικό του, συνάντησε τυχαία την ομάδα «1927» των Σουζάν Αντράντε και Πωλ Μπάρριτ που ασχολείται με την μίξη λάιβ θεάματος και κινουμένων σχεδίων. Το αποτέλεσμα είναι ένας Μαγικός Αυλός που σκηνικά συνδυάζει ένα ανεπανάληπτο κολάζ βωβού κινηματογράφου, προβολών, κινουμένων σχεδίων και κόμικ μέσα από μια αισθητική γερμανικού εξπρεσιονισμού, με την χρήση νέων τεχνολογιών, ένα ταξίδι στον κόσμο του θεάματος δηλαδή. Η σκηνή είναι μία λευκή επιφάνεια, μια tabula rasa, όπου τα παραπάνω στοιχεία εγγράφονται και γίνονται άυλο σκηνικό ανάλογα με την πλοκή, με οδηγό πάντα τον ρυθμό της μουσικής και έχοντας ως κέντρο τους ήρωες. Τα ρετσιτατίβο έχουν μετατραπεί σε διάτιτλους ταινιών βωβού κινηματογράφου με γραμματοσειρές ανάλογης αισθητικής και με μουσική υπόκρουση από την Φαντασία KV475 του Μότσαρτ. Ο μαγικός αυλός του Ταμίνο έχει πάρει την παιχνιδιάρικη μορφή της Τίνκερμπελ, όπου οι νότες στροβιλίζονται και σχηματίζουν κύκλους στο διάβα της. Ο βασικός πρωταγωνιστής, ο Ταμίνο μοιάζει με κομπέρ, η Παμίνα με την Λουίζ Μπρούκς, ο Παπαγκένο θυμίζει Μπάστερ Κήτον και αρλεκίνο, η Παπαγκένα είναι κορίτσι του τσίρκου, ο Μονόστατος δανείζεται την μορφή του Νοσφεράτου και η Βασίλισσα την Νύχτας είναι μία γιγάντια αράχνη/μητέρα, το σύμβολο της γλύπτριας Λουίζ Μπουρζουά. Όλα τα συναισθήματα και σκέψεις των προσώπων οπτικοποιούνται και γίνονται ανάλογα πότε βροχή από κόκκινες καρδούλες, πότε ρόζ ελεφαντάκια- μπαλαρίνες ή τρομεροί μαύροι λύκοι. Παρόλο που η χρήση της τεχνολογίας είναι απαραίτητη για να συνδέσει όλα αυτά τα εικαστικά στοιχεία, ο ανθρώπινος χαρακτήρας όλων αυτών είναι εμφανής κυρίως μέσα από τα σκίτσα του Πωλ Μπάρριτ που φαίνεται να έχουν γίνει με το χέρι.


Το παρακολούθησα με την παρακάτω διανομή: Zαράστρο/Πέτρος Μαγουλάς, Ταμίνο/Σάσα Εμάνουελ Κράμερ, Ομιλητής/Γιώργος Ρούπας, Βασίλισσα της Νύχτας/Ειρήνη Καράγιαννη, Παμίνα/Μαρία Παλάσκα, Πρώτη Κυρία/Μίνα Πολυχρονίου, Δεύτερη Κυρία/Αντωνία Καλογήρου, Τρίτη Κυρία/Μαρία Συγγενιώτου, Παπαγκένα/Δήμητρα Κοτίδου, Παπαγκένο/Τίμος Σιρλαντζής, Μονόστατος/Χρήστος Κεχρής υπό την διεύθυνση της Ζωής Τσόκανου. Όλοι οι παραπάνω μονωδοί νομίζω ότι ήταν υψηλού επιπέδου και εντυπωσίασε η ακρίβεια της κίνησης τους σε σχέση με το άυλο σκηνικό. Η ορχήστρα μου φάνηκε λίγο χαμηλών τόνων και χωρίς την απαραίτητη ένταση σε κάποια σημεία. Η χορωδία της Λυρικής υπό τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο παρόλο που έδρασε πίσω από την σκηνή σε κάποια μέρη, ήταν ευχάριστη έκπληξη. Το σημείο που δραματουργικά δεν είχε ιδιαίτερη παρουσία είναι το τελετουργικό στοιχείο της μασονίας που νομίζω ότι ηθελημένα δεν εστίασε ο σκηνοθέτης. Ο κόσμος του Ζαράστρο αποδίδεται σαν αρχιτεκτονικό σχέδιο, που βέβαια από την πλοκή καταλαβαίνουμε ότι αντιπροσωπεύει έναν κόσμο αξιών και δικαιοσύνης. Εμπνευσμένο το φινάλε του έργου σκηνοθετικά, που πήρε άλλη τροπή και συγκίνησε με την αμεσότητά του. Μία φαντασμαγορική όπερα που σε ξαφνιάζει αρχικά με την σκηνική της αντιμετώπιση και την τόλμη της, σε μαγεύει, σε διασκεδάζει και φεύγεις γεμάτος μουσική. Πολλοί θα έρθουν μόνο για το θέαμα αλλά θα μαγευτούν από την μουσική της ανεπανάληπτης αυτής προσωπικότητας του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ.

Comments